αφαιρώ το
61προσαφαιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσαφαιροῡμαι, έομαι αφαιρώ κάτι επί πλέον για τον εαυτό μου («προσαφαιρεῑταί τι τῶν ὑπαρχόντων ἤδη», Δημοσθ.) 3. παθ. α) αποστερούμαι («πολλοὶ ταῑς ψυχαῑς καὶ ταφὴν προσαφηρέθησαν», Λιβάν.) β) γραμμ.… …
62προσσυλώ — άω, Α πιθ. κλέβω ή αφαιρώ κάτι ακόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συλῶ «αφαιρώ, απογυμνώνω»] …
63προϋπεξάγω — Α αφαιρώ προηγουμένως κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπεξάγω «αφαιρώ, εξάγω κρυφά»] …
64σκαρτάρω — Ν 1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαιρώ, βγάζω από την τράπουλα τα φύλλα που είναι περιττά για το παιχνίδι ή τά αντικαθιστώ με άλλα 2. αφαιρώ, πετώ κάτι το περιττό, άχρηστο ή κατώτερης ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scartare] …
65σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… …
66συναφαιρώ — έω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυναφαιρῶ, έω, Α [ἀφαιρῶ] αφαιρώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο αρχ. μέσ. συναφαιροῡμαι, έομαι βοηθώ στη διάσωση …
67συνυφαιρούμαι — έομαι, A αφαιρώ κάτι κρυφά μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑφαιρῶ, οῦμαι «αφαιρώ κρυφά, κλέβω»] …
68τάρα — (I) και ντάρα, η, Ν 1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο 2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» ζυγίζω το απόβαρο β) «βγάζω την τάρα» αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος γ) «μάς βγάλανε ντάρα» μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς… …
69υπαφαιρώ — έω, Α [ἀφαιρῶ] αφαιρώ σε λογαριασμό …
70υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… …