αφαιρώ το
41εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… …
42εξαρματώνω — και ξαρματώνω 1. αφαιρώ βίαια τα άρματα, τα όπλα, αφοπλίζω κάποιον 2. (για πλοίο) αφαιρώ την αρματωσιά, παροπλίζω 3. συνεκδ. προσβάλλω κάποιον με τον αφοπλισμό πού τού κάνω …
43εξαφαιρώ — ἐξαφαιρῶ, έω (Α) [αφαιρώ] αφαιρώ κάτι από κάποιον («ψυχάς έξαφέλησθε», Ομ. Οδ.) …
44εξαφρίζω — και ξαφρίζω (AM ἐξαφρίζω) [αφρίζω] αφαιρώ τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού που βράζει νεοελλ. αφαιρώ με δόλο ξένα πράγματα («ξάφρισε την περιουσία τού συνεταίρου του») μσν. αφρίζω υπερβολικά αρχ. 1. μεταβάλλω σε αφρό 2. μέσ. εξαντλώ …
45ευνουχίζω — και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) [ευνούχος] αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ) αρχ. (μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε… …
46κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …
47λεπίζω — (I) λεπίζω (AM) [λέπος] αφαιρώ το δέρμα ή τον φλοιό, ξεφλουδίζω, γδέρνω («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ). (II) λεπίζω (Α) [λεπίς] αφαιρώ τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες είναι διακοσμημένο ένα… …
48λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …
49νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …
50ξαρματώνω — (Μ ξαρματώνω και ξερματώνω και ξηρματώνω) αφαιρώ τα άρματα, τον οπλισμό από κάποιον, αφοπλίζω νεοελλ. 1. αφαιρώ τον εξοπλισμό, δηλ. τα κατάρτια, τα πανιά και τα άρμενα πλοίου, παροπλίζω 2. μτφ. προσβάλλω κάποιον αφοπλίζοντάς τον 3. βγάζω τα όπλα …