αφαιρώ το
31αποξέω — (AM ἀποξέω) [ξέω] αφαιρώ με απόξεση μσν. καθιστώ στιλπνό, γυαλίζω αρχ. αφαιρώ τελείως …
32αποξύω — ἀποξύω (Α) 1. ξύνω, αφαιρώ με ξύσιμο 2. αφαιρώ, αποβάλλω …
33αποσκαριάζω — [σκαρί] 1. (για πλοία) αφαιρώ τα σκαριά και καθελκύω στη θάλασσα 2. αφαιρώ τα υποστηρίγματα ογκώδους αντικειμένου …
34αποστεγάζω — (Α ἀποστεγάζω) αφαιρώ τη στέγη, ξεσκεπάζω νεοελλ. (νομ.) αφαιρώ το δικαίωμα στέγασης από κάποιον ή διατάζω την έξωσή του από στέγη που του έχει παραχωρηθεί αρχ. σκεπάζω, καλύπτω τελείως …
35βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …
36γδύνω — Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω 2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τόν απογυμνώνω 3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά 4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ τη θήκη II. γδύνομαι βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω… …
37γυμνώνω — (AM γυμνῶ), όω, Μ και γυμνώνω) [γυμνός] Ι. 1. αφαιρώ το ένδυμα ή τα ενδύματα κάποιου, γδύνω* 2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη 3. αφαιρώ από κάποιον κάτι, ληστεύω II. μεσ. γυμνώνομαι (AM γυμνοῡμαι) 1. γδύνομαι 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από… …
38εκδέρω — (AM ἐκδέρω) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω μσν. νεοελλ. αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω νεοελλ. τραυματίζω επιπόλαια το δέρμα, γρατζουνίζω αρχ. δέρνω με ραβδί …
39εκκόπτω — (AM ἐκκόπτω) αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῡ», ΚΔ) αρχ. μσν. 1. δίνω τέλος 2. διακόπτω κάποιον που μιλάει 3. (για συζήτηση) σταματώ 4. (για χρόνο) αφαιρώ 5. (για εισφορά) καταργώ 6.… …
40εκπυρηνίζω — (AM ἐκπυρηνίζω) αφαιρώ τον πυρήνα καρπού νεοελλ. αφαιρώ με διατομή περιγεγραμμένο όγκο ή όργανο αρχ. εκπιέζω …