αφαιρώ το
21περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… …
22περισυλώ — άω, Α 1. αφαιρώ κάτι ολόγυρα, αφαιρώ τελείως 2. απογυμνώνω κάποιον ή κάτι από όλα ὁσα είχε επάνω του 3. κλέβω, αρπάζω 4. (κυρίως σχετικά με νεκρούς) κλέβω ὁ,τι πολύτιμο έχει, διενεργώ πλήρη σύληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συλῶ «αφαιρώ,… …
23προσαποξέω — Α 1. αφαιρώ κάτι με απόξεση 2. μτφ. εξαλείφω κάτι επί πλέον («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποξέω «αφαιρώ με απόξεση, αφαιρώ τελείως»] …
24προσθαφαιρώ — προσθαφαιρῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. προσθέτω ποσά σε λογαριασμό και αφαιρώ άλλα αρχ. προσθέτω ή αφαιρώ ανάλογα με την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσθέτω + ἀφαιρῶ] …
25αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… …
26αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …
27ανταφαιρώ — ἀνταφαιρῶ ( έω) (Α) 1. αφαιρώ κι εγώ κάτι από κάποιον 2. αφαιρώ από την αντίθετη πλευρά …
28απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …
29απαρύω — ἀπαρύω κ. ἀπαρύτω (Α) [αρύω ( τω)] 1. αποσύρω, αφαιρώ 2. μτφ. α) αφαιρώ τη δύναμη κάποιου β) εξαντλώ …
30αποκοσμώ — (AM ἀποκοσμῶ, έω) αφαιρώ τον στολισμό, τα στολίδια 1. αφαιρώ, απομακρύνω 2. παραμορφώνω κάτι 3. απομακρύνω από τον κόσμο, φονεύω …