αφαιρώ το

  • 121αποδέρω — ἀποδέρω (AM κ. ιων. τ. ἀποδείρω) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω μσν. 1. αποσπώ από το σύνολο, εξοικονομώ 2. ( ομαι) καταστρέφομαι …

    Dictionary of Greek

  • 122αποδερματίζω — ἀποδερματίζω (Α) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω …

    Dictionary of Greek

  • 123αποδρύπτω — ἀποδρύπτω (Α) [δρύπτω] αφαιρώ το δέρμα από το σώμα, γδέρνω …

    Dictionary of Greek

  • 124αποδύνω — ἀποδύνω (Α) [δύνω] αφαιρώ ένδυμα, ξεντύνω …

    Dictionary of Greek

  • 125αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 126αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… …

    Dictionary of Greek

  • 127αποκαθαίρω — ἀποκαθαίρω (Α) 1. καθαρίζω, σφουγγίζω 2. (για μέταλλα) αφαιρώ τις άχρηστες ουσίες 3. (για τη φωνή) μιλώ καθαρά 4. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι 5. μέσ. καθαρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 128αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον …

    Dictionary of Greek