αφαιρώ το
111απαντλώ — ἀπαντλῶ ( έω) (Α) 1. ανασύρω, σηκώνω, αφαιρώ 2. ελαττώνω, ελαφρύνω, ανακουφίζω …
112απαργυρώνω — (Α ἀπαργυρῶ, όω) νεοελλ. κάνω απαργύρωση, αφαιρώ το ασήμι από κάποιο αντικείμενο αρχ. δίνω κάτι παίρνοντας αργύρια, πουλώ …
113απασβεστώνω — 1. μεταβάλλω ασβεστόλιθο σε άσβεστο με καύση 2. κάνω απασβέστωση, αφαιρώ από μέσα την άσβεστο …
114απασφαλίζω — (Μ ἀπασφαλίζω) νεοελλ. αφαιρώ την ασφάλεια, ελευθερώνω μσν. φράζω, κλείνω, προφυλάσσω …
115απαφρίζω — ἀπαφρίζω (Α) 1. αφαιρώ τον αφρό 2. βγάζω αφρούς …
116απεναρίζω — ἀπεναρίζω (Α) [εναρίζω] αφαιρώ τα όπλα από τον σκοτωμένο αντίπαλο, σκυλεύω …
117απεξαιρώ — ἀπεξαιρῶ ( έω) (Α) αφαιρώ από κάποιον κάτι …
118αποβάλλω — (AM ἀποβάλλω) 1. βγάζω, αφαιρώ από πάνω μου («αποβάλλω τα ενδύματα», «αποβάλλω το προσωπείο» δείχνω ποιος είμαι πραγματικά) 2. αποπέμπω, απομακρύνω (φρ. νεοελλ. «τον απέβαλαν από το σχολείο, απεβλήθη της αιθούσης» κ.λπ.) 3. (για έγκυο γυναίκα)… …
119αποβουτυρώνω — αποχωρίζω, αφαιρώ το βούτυρο από το γάλα, ξεβουτυρίζω …
120απογυμνώνω — (AM ἀπογυμνῶ, όω) 1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς 2. αφοπλίζω 3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω νεοελλ. λεηλατώ αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω 2. εξηγώ 3. ( ούμαι) γίνομαι ορατός, φανερώνομαι …