αφαιρώ το
101απαίνυμαι — ἀπαίνυμαι (Α) [αίνυμαι] 1. αφαιρώ 2. κόβω …
102απαίρω — (AM ἀπαίρω, Α κ. ἀπαείρω) σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω αρχ. 1. σηκώνω, αφαιρώ 2. απομακρύνω, αποσύρω κάτι από κάποιον 3. μετακινώ στόλο ή στρατό …
103απαγλαΐζω — ἀπαγλαΐζω (Α) ξεστολίζω, αφαιρώ τον στολισμό …
104απαλείφω — (Α ἀπαλείφω) 1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω 2. καταργώ, ακυρώνω κάτι αρχ. 1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο 2. απαλλάσσω 3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις …
105απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …
106απαλλοτριώνω — (Α ἀπαλλοτριῶ, όω) νεοελλ. αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον αρχ. 1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω 2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ 3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω …
107απαμαυρώ — ἀπαμαυρῶ ( όω) (Α) 1. αφαιρώ το σκοτάδι, ξαστερώνω 2. κάνω κάτι μαύρο …
108απαμπίσχω — ἀπαμπίσχω (Α) 1. βγάζω (κυρίως ένδυμα) 2. αφαιρώ, απομακρύνω 3. αποκαλύπτω, φανερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. απ(ο) + αμπίσχω, παράλληλος τ. του αμπέχω «περικαλύπτω»] …
109απαμφίζω — ἀπαμφίζω (Α) αφαιρώ τα ενδύματα, γδύνω …
110απαμφιέννυμι — ἀπαμφιέννυμι (Α) 1. γδύνω, ξεγυμνώνω 2. αφαιρώ, γκρεμίζω …