αφαιρώ το

  • 11ξεκαλουπώνω* — αφαιρώ τα καλούπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλουπώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 12ξεκαπιστρώνω — αφαιρώ το καπίστρι ή τον χαλινό από υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καπιστρώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 13ξεπεταλώνω — αφαιρώ τα πέταλα από ίππο ή άλλο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πεταλώνω (βλ. λ. ξ[ε] )] …

    Dictionary of Greek

  • 14ξεπετσώνω — αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + πετσί] …

    Dictionary of Greek

  • 15ξεταπώνω — αφαιρώ την τάπα, το βούλλωμα, εκπωματίζω …

    Dictionary of Greek

  • 16χνουδίζω — αφαιρώ το χνούδι, ξεχνουδιάζω …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 17συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… …

    Dictionary of Greek

  • 18περιαιρώ — έω, ΜΑ [αιρώ] 1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.) 2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ) αρχ. 1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 19εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …

    Dictionary of Greek

  • 20ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek