αυτό είναι σκληρό

  • 91επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …

    Dictionary of Greek

  • 92Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 93Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση …

    Dictionary of Greek

  • 94μαγγάνιο — Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Mn. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 25, ατομική μάζα 54,94 και ένα σταθερό ισότοπο με μαζικό αριθμό 55. Είναι ένα από τα στοιχεία μεταπτώσεως. Το μ. είναι μέταλλο… …

    Dictionary of Greek

  • 95ασπιδόσπερμα — (aspidosperma). Ρωμαλέο δέντρο της οικογένειας των αποκυνιδών, ιθαγενές της δυτικής Αργεντινής. Έχει λευκάζοντα και ευθύ κορμό, με νεαρούς λεπτούς βλαστούς που κλίνουν προς τα κάτω, όπως της κρεμοκλαδούς ιτιάς. Τα φύλλα της είναι επιμήκη, στιλπνά …

    Dictionary of Greek

  • 96Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 97φαλαρίδα — (falica atra). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των ραλλιδών, της τάξης των γερανόμορφων. Είναι πουλί με χαρακτηριστικές μεμβρανώδεις αποφύσεις στα πλευρά κάθε φάλαγγας των δακτύλων, που είναι μακριά, καλύπτονται με φολίδες και είναι εφοδιασμένα… …

    Dictionary of Greek

  • 98Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 99κεραμβυκίδες — (cerambycidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές. Χαρακτηρίζονται από το μεγάλο σώμα τους, το οποίο είναι επίμηκες και κυλινδρικό,… …

    Dictionary of Greek

  • 100Μαζάτσιο — (Masaccio, Σαν Τζοβάνι Βαλντάρνο, Αρέτσο 1401 – Ρώμη 1428). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι σερ Τζοβάνι Γκουίντι ή Κασάι (Tommaso di ser Giovanni Guidi ή Cassai). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για την απλή, φτωχική και… …

    Dictionary of Greek