αυτό είναι σκληρό

  • 121Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου …

    Dictionary of Greek

  • 122κουρκουλιονίδες — (curculionidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων, της τάξης των κολεοπτέρων. Οι κ., που περιλαμβάνουν περισσότερα από 40.000 είδη –με παγκόσμια εξάπλωση– ταξινομημένα σε διάφορες υποοικογένειες, έχουν διαστάσεις 0,6 35 χιλιοστά, με μέσο μήκος τα 10… …

    Dictionary of Greek

  • 123λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από …

    Dictionary of Greek

  • 124λιθοκοράλλια ή σκληρακτίνια — (madreporaria ή scleractinia). Τάξη κνιδοζώων της ομοταξίας των ανθοζώων. Πρόκειται για οργανισμούς συγγενικούς με τις θαλάσσιες ανεμώνες, με τη διαφορά ότι εκκρίνουν ένα σκληρό ασβεστολιθικό εξωσκελετό. Το ιδρυτικό άτομο της αποικίας εκκρίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 125κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 126ρήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Re· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων· έχει ατομικό αριθμό 75, ατομικό βάρος 186,22· έχει δύο φυσικά ισότοπα, το Re185 σταθερό, το Re187 ραδιενεργό και τέσσερα τεχνητά ισότοπα, τα Re182,… …

    Dictionary of Greek

  • 127γίγκο ή γκίνγκο — (ginkgo). Καλλωπιστικό δέντρο, ιθαγενές της Κίνας, όπου καλλιεργείται ως ιερό δέντρο. Είναι ο μοναδικός σύγχρονος εκπρόσωπος που απέμεινε από την οικογένεια των γυμνοσπέρμων γιγκοϊδών. Καλλιεργείται στους κήπους και στα πάρκα όπου σχηματίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 128μαστόδεντρο — Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των σταγονοφόρων, ιθαγενές της τροπικής Αμερικής και της Ασίας. Η επιστημονική του ονομασία είναι Mammea. Πρόκειται για δέντρο, το ύψος του οποίου κυμαίνεται στα 10 20 μ. με γκριζοκάστανο φλοιό. Φέρει… …

    Dictionary of Greek