αυτό είναι σκληρό

  • 111μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …

    Dictionary of Greek

  • 112Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… …

    Dictionary of Greek

  • 113καβουρομάνα — Δεκάποδο καρκινοειδές της υπόταξης των βραχυούρων, γνωστό στη χώρα μας και με τις ονομασίες μεγάλος κάβουρας, αράχνη της θάλασσας κ.ά. Η επιστημονική του ονομασία είναι Maia squinado. Αυτό το είδος καβουριού έχει ωοειδή, καστανοκοκκινωπό… …

    Dictionary of Greek

  • 114Ροδόπης, νομός — Διοικητική διαίρεση της Θράκης, που συνορεύει στα Δ με τον νομό Ξάνθης, στα Α με τον νομό Έβρου, στα Β με τη Βουλγαρία, ενώ στα Ν βρέχεται από το Θρακικό πέλαγος. Έχει έκταση 2.543 τ. χλμ. Πρωτεύουσα είναι η Κομοτηνή. Διοικητικά ο νομός ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 115άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …

    Dictionary of Greek

  • 116καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 117κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… …

    Dictionary of Greek

  • 118πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …

    Dictionary of Greek

  • 119ρυγχοκέφαλα — (Rhynchocephalia). Τάξη ερπετών, που ανήκουν στα λεπιδοσαύρια. Ο κυριότερος εκπρόσωπός τους είναι το γένος σφηνόδους, ένα από τα πιο πρωτόγονα ερπετά, του οποίου υπάρχει μόνο ένα είδος ο σφηνόδους ο στικτός. Η διάκριση ανάμεσα στο σφηνόδοντα και… …

    Dictionary of Greek

  • 120μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… …

    Dictionary of Greek