αυτός ποτέ δεν
71ανέρωτος — η, ο αυτός που δεν αραιώθηκε με νερό: Όλοι ήξεραν πως κρασί ανέρωτο δεν είχε πουλήσει ποτέ του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
72ασίγητος — η, ο (AM ἀσίγητος, ον) [σιγώ] 1. αυτός που ποτέ δεν μένει σιωπηλός, αυτός που πάντα θορυβεί 2. ο αδιάκοπος …
73μαυροτριχαράτος — μαυροτριχαράτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («αὐτὸς ὁντὰν ἐμάθανεν, ποτὲ δὲν ἐκτενίσθην καὶ τώρα καλοκτένιστος καὶ μαυροτριχαράτος», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + τριχαράτος (< τρίχα)] …
74άλειπτος — ἄλειπτος, ον (Α) [λείπω] αυτός που δεν υστέρησε ποτέ σε αγώνα, ακατανίκητος …
75αγλυκοσάλιαστος — και ιστος, η, ο [γλυκοσαλιάζω, ίζω] αυτός που ποτέ δεν ευχαριστήθηκε στη ζωή, που πάντοτε ήταν δυστυχισμένος …
76αειαγάπητος — η, ο, και ος, ο αυτός που δεν παύει κανείς ποτέ ν’ αγαπά, ο πάντοτε αγαπητός …
77αειφιλόκοσμος — ἀειφιλόκοσμος, ον (Α) αυτός που δεν παύει ποτέ ν αγαπά τα στολίδια …
78ακατάλειπτος — ἀκατάλειπτος, ον (Μ) [καταλείπω] αυτός που δεν είναι ποτέ ελλιπής, ανεπαρκής …
79ανάνετος — ἀνάνετος, ον (Α) [ἄνετος] ο δίχως άνεση, αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, ο ανήσυχος …
80αναχόρταγος — η, ο (και ανε ) αυτός που δεν χορταίνει ποτέ, αχόρταγος, άπληστος η ιδιότητα αναχορταγιά …