αυτόνομος
1Αὐτόνομος — living under one s own laws masc nom sg …
2αὐτόνομος — living under one s own laws masc/fem nom sg …
3αυτόνομος — η, ο (AM αὐτόνομος, ον) αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος νεοελλ. 1. αυτοτελής, αυτοδύναμος 2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει… …
4αυτόνομος — η, ο ανεξάρτητος, αυτοκυβέρνητος: Η πολιτεία του Αγίου Όρους είναι αυτόνομη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αὐτονόμως — αὐτόνομος living under one s own laws adverbial αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc pl (doric) …
6αὐτόνομον — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc sg αὐτόνομος living under one s own laws neut nom/voc/acc sg …
7Αὐτονόμοις — Αὐτόνομος living under one s own laws masc dat pl …
8αὐτονόμοις — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut dat pl …
9Αὐτονόμου — Αὐτόνομος living under one s own laws masc gen sg …
10αὐτονόμου — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut gen sg …