αυτόνομος

  • 51ΕΣΗΕΑ — (Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών). Επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων που εργάζονται στις ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Ιδρύθηκε το 1914 ως Ένωσις Συντακτών, ενώ τη σημερινή ονομασία έλαβε με τροποποίηση του καταστατικού της …

    Dictionary of Greek

  • 52μογγολοειδείς — Ένας από τους κύριους κλάδους στους οποίους χωρίζεται η ανθρωπότητα κατά την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρενάτο Μπιαζούτι. Οι μ. διαιρούνται σε τρεις κορμούς: προμογγολίδες, μογγολίδες και εσκιμωίδες. Ο πρώτος κορμός περιλαμβάνει τις φυλές… …

    Dictionary of Greek

  • 53μονοθεϊσμός ή μονοθεΐα — Θρησκεία θεμελιωμένη στη λατρεία ενός μόνου θεού. Οι ιστορικοί μονοθεϊσμοί είναι τέσσερις: ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο ισλαμισμός και ο ζωροαστρισμός· οι τρεις πρώτοι συνδέονται: ο ίδιος μόνος θεός των Εβραίων πέρασε στις δύο άλλες θρησκείες …

    Dictionary of Greek

  • 54Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …

    Dictionary of Greek

  • 55ԱՂԻԿԱՄԻ — (իք, իս.) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Early classical ա. որ եւ Ինքնօրէն. ազատ իշխանութեամբ՝ ըստ կամի վարօղ զիւր օրէնս. αὑτόνομος sui juris, liber ad libitum ... *Զմակեդոնացիս հռովմայեցիք ինքնօրէնս աղիկամիս թողին: Առեալ կարասի յանտիոքացւոց՝ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 56ԻՆՔՆՕՐԷՆ — ( ) NBH 1 0863 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա. αὑτόνομος qui suis legibus vivit. որ եւ ԱՂԻԿԱՄԻ ասի. Այն՝ որ սեպհական եւ առանձին օրինօք եւ կարգօք իւրովք վարի. ազատ. *Յայնժամզնոսա հռովմեյեցիք ինքնօրէնս աղիկամիս թողոյր …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 57autónomo — autónomo, ma (Del gr. αὐτόνομος). 1. adj. Que tiene autonomía. 2. Que trabaja por cuenta propia. U. t. c. s.) ☛ V. comunidad autónomo …

    Diccionario de la lengua española

  • 58АВТОНОМ — [греч. αὐτόνομος самостоятельный] († 313), сщмч. Вифинский (пам. 12 сент.). Согласно житию, составленному при имп. Юстине I (518 527) на основе более ранних преданий, А. был епископом в г. Пренесте (совр. Палестрина); в гонение при Диоклетиане он …

    Православная энциклопедия

  • 59АВТОНОМНАЯ ЦЕРКОВЬ — [греч. αὐτόνομος управляемый собственными законами, самостоятельный], поместная Церковь, обладающая весьма широкой, но не полной самостоятельностью. Само это явление было известно и в древности, и в средневековье. Русская Церковь, до 1448 г.… …

    Православная энциклопедия