αυτοκίνητο
71παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …
72παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …
73παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …
74παρκάρω — σταθμεύω αυτοκίνητο ή άλλο όχημα σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.parcare] …
75περιπολικό — το, Ν [περίπολος] 1. (αστυν.) αυτοκίνητο, συνήθως επιβατικού τύπου, εφοδιασμένο με μέσα επικοινωνίας και με σύστημα αίτησης προτεραιότητας, σειρήνα και φάρο που αναβοσβήνει και περιστρέφεται, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το κέντρο… …
76προσκρούω — ΝΑ [κρούω] 1. πέφτω ή χτυπώ πάνω σε κάτι καθώς κινούμαι, συγκρούομαι («το αυτοκίνητο προσέκρουσε στον στύλο») 2. είμαι εντελώς αντίθετος, διάκειμαι εχθρικώς ή περιφρονητικώς 3. μτφ. περιπίπτω σε δυσχερείς περιστάσεις και δυσκολίες νεοελλ. 1.… …
77ρεκτιφιέ — το, Ν άκλ. 1. διόρθωση, αποκατάσταση 2. (ειδικά σχετικά για αυτοκίνητο) η αποκατάσταση φθαρμένου κυλίνδρου με λείανση τών τοιχωμάτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rectifier «διορθώνω, επανορθώνω» < μεσ. λατ. rectifico (< λατ. rectus «ορθός»)] …
78ρόδα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Κερκύρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου. * * * η, Ν 1. τροχός οχήματος ή άλλης συσκευής 2. μτφ. ιδιωτικό αυτοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. roda] …
79σακαράκα — η, Ν 1. παλιό και άχρηστο σπαθί 2. (με σκωπτική σημ.) κάθε παλιό και αχρηστευμένο αντικείμενο και ιδίως αυτοκίνητο ή μηχάνημα («στο ράλυ αντίκα παρέλασαν όλες οι σακαράκες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. carcassa «σκελετός ζώου, στήριγμα οποιουδήποτε …
80σαράβαλο — το, Ν 1. καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, καθετί το παλιό, το άχρηστο ή φθαρμένο, ερείπιο («το αυτοκίνητό του είναι σκέτο σαράβαλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ καταβεβλημένο, ιδίως ηλικιωμένο, άτομο, ραμολί, χούφταλο β) τελείως… …