αυθεντικός
1αυθεντικός — ή, ό (AM αὐθεντικός, ή, όν) [αυθέντης] 1. έγκυρος, γνήσιος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα μσν. νεοελλ. 1. εξαιρετικός 2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος νεοελλ. πρωτότυπος …
2αὐθεντικός — αὐθεντίζω take in hand perf part act neut nom/voc/acc sg αὐθεντικός principal masc nom sg …
3αυθεντικός — ή, ό 1.αυτός που λέγεται ή γίνεται με κύρος, ο αναμφισβήτητος: Η πληροφορία που είχαμε είναι αυθεντική. 2. γνήσιος, πραγματικός: Η χειρόγραφη διαθήκη του Α είναι αυθεντική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αὐθεντικά — αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc pl αὐθεντικά̱ , αὐθεντικός principal fem nom/voc/acc dual αὐθεντικά̱ , αὐθεντικός principal fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5αὐθεντικώτερον — αὐθεντικός principal adverbial comp αὐθεντικός principal masc acc comp sg αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc comp sg …
6αὐθεντικῶν — αὐθεντικός principal fem gen pl αὐθεντικός principal masc/neut gen pl …
7αὐθεντικόν — αὐθεντικός principal masc acc sg αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc sg …
8αὐθεντικαῖς — αὐθεντικός principal fem dat pl …
9αὐθεντικοῖς — αὐθεντικός principal masc/neut dat pl …
10αὐθεντικοί — αὐθεντικός principal masc nom/voc pl …