αυθαίρετος
1αὐθαίρετος — self chosen masc/fem nom sg …
2αυθαίρετος — η, ο (AM αύθαίρετος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ. 2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή αρχ. 1.… …
3αυθαίρετος — η, ο 1. αυτός που αποφασίζει σύμφωνα με τη δική του γνώμη και θέληση: Στις ενέργειές του συνήθως ήταν αυθαίρετος. 2. αυτός που ενεργεί αντίθετα από το νόμο: Η ενέργεια αυτή του νομάρχη ήταν αυθαίρετη. Ουσ. αυθαιρεσία, η η αυθαίρετη ενέργεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αὐθαιρέτως — αὐθαίρετος self chosen adverbial αὐθαίρετος self chosen masc/fem acc pl (doric) …
5αὐθαίρετον — αὐθαίρετος self chosen masc/fem acc sg αὐθαίρετος self chosen neut nom/voc/acc sg …
6αὐθαιρέτοις — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut dat pl …
7αὐθαιρέτου — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut gen sg …
8αὐθαιρέτους — αὐθαίρετος self chosen masc/fem acc pl …
9αὐθαιρέτων — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut gen pl …
10αὐθαιρέτῳ — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut dat sg …