αυθαίρετος
41σατραπικός — ή, ό επίρρ. ά αυθαίρετος, δεσποτικός, τυραννικός: Σατραπική συμπεριφορά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
42τσαούσης — ο 1. λοχίας του τουρκικού στρατού. 2. μτφ., άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς. 3. το θηλ., τσαούσα γυναίκα γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, αυταρχική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43αὐθαιρέτωι — αὐθαιρέτῳ , αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut dat sg …
Страницы