αυθαίρετος
31οιοβώτας — οἰοβώτας, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τρέφεται, που βόσκει μόνος του 2. μτφ. (για τον Αίαντα) αυτός που περιπλανιέται μόνος («νῡν δ αὖ φρενὸς οἰοβώτας φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται», Σοφ.) 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἰοβώτης, αὐθαίρετος, ὡς ἂν εἴπη …
32οιόβιος — οἰόβιος, ον (Α) 1. αυτός που ζει μόνος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «αὐθαίρετος, μονότροπος, μεμονωμένος τῷ λογισμῷ, ἐκτὸς φρενῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βίος (πρβλ. ολιγό βιος)] …
33παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… …
34απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …
35Βούλγαρης, Δημήτριος — (Ύδρα 1801 – Αθήνα 1877). Πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας. Επιβλητική πολιτική φυσιογνωμία του 19ου αι., ο Β. κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας κυρίως στην εικοσαετία πριν από την άνοδο του Χαριλάου Τρικούπη (1855 75). Ορφανός από… …
36Ζηνόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αλεξανδρινός γραμματικός (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Μαθητής του Φιλητά του Κώου, υπήρξε ο πρώτος βιβλιοθηκάριος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας (μεταξύ 290 και 270 π.Χ.). Επεξεργάστηκε κριτική έκδοση της Ιλιάδας και της… …
37Χιουμ, Ντέιβιντ — (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το… …
38ԻՆՔՆԱԿԱՄ — ( ) NBH 1 0858 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c ա. αὑθαίρετος voluntarius, ultronius, sui arbitrii, liber. Որ ինչ լինի կամօք ւրովք. կամաւոր. ազտական. ինքնայօժար. ուզելով եղածը. ... *Ինքնական կամօք. Խոր.… …
39ζορμπάς — ο (λ. τουρκ.) 1. αυθαίρετος, αυταρχικός. 2. ανυπόταχτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
40σατράπης — ο (λ. περσ.) 1. διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. 2. μτφ., αυτός που κυβερνά τυραννικά. 3. άνθρωπος αυθαίρετος, αυταρχικός: Ο άντρας της είναι σατράπης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)