αυθαίρετος

  • 21δικτατορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δικτάτορα 2. αυταρχικός, αυθαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωνν. Σάθα] …

    Dictionary of Greek

  • 22δυναστικός — ή, ό (AM δυναστικός, ή, όν) [δυνάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία νεοελλ. βασιλικός μσν. βίαιος, καταναγκαστικός αρχ. αυθαίρετος …

    Dictionary of Greek

  • 23επακτός — ή, ό (Α ἐπακτός, ή, όν και ός, όν) νεοελλ. 1. ανατ. «επακτά οστά» βλ. επακταία οστά 2. βοτ. «επακτά όργανα» τα όργανα τών φυτών, που αποτελούνται από τελείως διαμορφωμένους ιστούς, όπως π.χ. οι παραφυάδες νεοελλ. αρχ. «επακτός όρκος» αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 24ζορμπάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. Γεώργιος. Πολέμησε στον Ευβοϊκό κόλπο με δικό του πλοίο. Το 1824, μονάδες του αυστριακού στόλου ανέκοψαν την πορεία του στο Αιγαίο και τον συνέλαβαν ως πειρατή. Μετά από λίγο καιρό… …

    Dictionary of Greek

  • 25ζορμπαλής — και ζορμπάς, ο τυραννικός, βίαιος, αυθαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ζορμπάς] …

    Dictionary of Greek

  • 26ζορμπαλίδικος — η, ο αυθαίρετος, βίαιος, σατραπικός, δεσποτικός, δικτατορικός …

    Dictionary of Greek

  • 27θεματισμός — ο (Α θεματισμός) [θεματίζω] νεοελλ. μουσ. στον πληθ. οι θεματισμοί δύο από τα άφωνα μεγάλα σημάδια με τα οποία έγινε η σημειογραφία τού στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής αρχ. 1. διατύπωση, θέση, ορισμός υποθέσεως προς συζήτηση 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 28θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… …

    Dictionary of Greek

  • 29κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… …

    Dictionary of Greek

  • 30μπασιμπουζούκος — ο 1. ο βασιβουζούκος, άτακτος στρατιώτης τού τουρκικού στρατού 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος βίαιος, θρασύς, αυθαίρετος, τραμπούκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. basibozuk] …

    Dictionary of Greek