αυθαίρετος
11αὐθαίρετα — αὐθαίρετος self chosen neut nom/voc/acc pl …
12αὐθαίρετε — αὐθαίρετος self chosen masc/fem voc sg …
13αὐθαίρετοι — αὐθαίρετος self chosen masc/fem nom/voc pl …
14вольныи — (178) пр. 1.Действующий по собственной воле: и почаша Володимерци молвити. мы ѥсмы волна˫а кнѩзѩ при˫али к собѣ. и кр(с)тъ цѣловали на всемь. а си ˫ако не свою волость творита. ЛЛ 1377, 126 об. (1176); то же ЛИ ок. 1425, 24 (1175); что ѥсть жена …
15αζατιάτικος — η, ο [αζατιά] 1. απεριόριστος, ανεπιτήρητος, αφύλακτος 2. ανυπότακτος, αυθαίρετος, ασύδοτος …
16αληπασάδικος — η, ο [Αλή πασάς] αυτός που αρμόζει στον Αλή πασά, δηλ. βίαιος, αυθαίρετος, τυραννικός …
17αυθέκαστος — αὐθέκαστος, ον (AM) απότομος, θρασύς, αυθάδης μσν. 1. αυθαίρετος 2. αυτάρκης αρχ. 1. όποιος λέει κάθε πράγμα με το πραγματικό του όνομα, ο ειλικρινής 2. (για λόγο) σαφής, απερίφραστος …
18αυθαιρεσία — η 1. το να ενεργεί κανείς χωρίς να ακολουθεί προκαθορισμένες αρχές, νόμους ή κανονισμούς 2. κατάχρηση εξουσίας 3. αυθαίρετη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου… …
19αυθαιρετώ — ( έω) διαπράττω αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …
20δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… …