ατής

  • 21πρωράτης — ο / πρῳράτης, ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α νεοελλ. ναυτ. άνδρας τού πληρώματος ενός πλοίου ο οποίος εκτελεί υπηρεσία στο πρωραίο μέρος τού σκάφους αρχ. 1. ο πρωρεύς 2. αρχηγός, διοικητής («πρωράτης στρατοῡ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επίθημα… …

    Dictionary of Greek

  • 22Λιτές — Μυθολογικά πρόσωπαΣύμφωνα με την παράδοση, ήταν κουτσές, ρυτιδωμένες και αλλήθωρες κόρες του Δία, που ακολουθούσαν πάντα την Άτη, την κόρη της Έριδας που προσωποποιούσε την πλάνη, για να επανορθώσουν τις ζημιές της. Αποτελούν την προσωποποίηση… …

    Dictionary of Greek

  • 23Μανίκια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 206 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 62 χλμ. Ατης Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας …

    Dictionary of Greek

  • 24Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 25-acy — suffix forming nouns of state or quality (accuracy; piracy; supremacy), or an instance of it (conspiracy; fallacy) (see also CRACY). Etymology: a branch of the suffix CY from or after F acie or L acia or atia or Gk ateia * * * a suffix of nouns… …

    Useful english dictionary