ατής

  • 11εισβαίνω — εἰσβαίνω (AM) εισέρχομαι μσν. περνώ, διαβαίνω αρχ. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα 3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου 4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» σε τέτοιες …

    Dictionary of Greek

  • 12εκπορθώ — ( έω) (AM ἐκπορθῶ) κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω αρχ. 1. παίρνω ως λάφυρα 2. φρ. «ὑπ ἄτης ἐκπεπόρθημαι» έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία …

    Dictionary of Greek

  • 13επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… …

    Dictionary of Greek

  • 14κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 15κροκεάτης — ο (πετρογρ.) φρ. «κροκεάτης λίθος» εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελεί ποικιλία τού πορφυρίτη και απαντά στην περιοχή Κροκεών τής Λακωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κροκεών, περιοχή τής Λακωνίας, + επίθημα άτης] …

    Dictionary of Greek

  • 16μεσημεριάτης — ο ο ήλιος τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + κατάλ. άτης] …

    Dictionary of Greek

  • 17μετακοιμίζομαι — (Α) καταστέλλομαι, κατευνάζομαι («ποῑ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 18μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 19μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… …

    Dictionary of Greek

  • 20ουνίτης — και ουνιάτης, ο συν. στον πληθ. οι ουνίτες και ουνιάτες χριστιανοί ορθόδοξοι οι οποίοι, μέσα στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες τής εποχής, αναγνώρισαν το πρωτείο τού πάπα στην Εκκλησία και εισήλθαν σε εκκλησιαστική κοινωνία με τη Ρωμαιοκαθολική… …

    Dictionary of Greek