ατιμίη
1ἀτιμίη — ἀτῑμίη , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτῑμί̱η , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (epic ionic) …
2ἀτιμίῃ — ἀτῑμίῃ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (epic ionic) ἀτῑμί̱ῃ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (epic ionic) …
3ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …