-
1 αταίριαστος
[атэрьястос] εκ. неподходящий, несоответствующий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αταίριαστος
-
2 неподходящий
неподходящий ακατάλληλος* αταίριαστος (несоответствующий)* * *ακατάλληλος; αταίριαστος ( несоответствующий) -
3 неравный
нера́вн||ыйприл ἄνισος:\неравныйые силы ὁ£ ἄνισες δυνάμεις· \неравный бой ἡ ἄνιση μάχη· \неравный брак ὁ ἀταίριαστος γάμος. -
4 несовместимостьый
несовместимость||ыйприл ἀσυμβίβαστος, ἀταίριαστος:\несовместимостьыйые понятия ὁΐ ἀσυμβίβαστες ἔννοιες. -
5 разноречивый
разноречи́в||ыйприл διαφορετικός, ἀταίριαστος/ ἀλληλοσυγκρουόμενος, ἀντιφατικός (противоречивый):\разноречивыйые слухи (то́лки) οἱ ἀλληλοσυγκρουόμενες φήμες. -
6 разнородный
разнородныйприл ἐτερογενής, ἀνόμοιος, ἀταίριαστος. -
7 разрозненный
разрозненныйприл ξεχωριστός, χωριστός, σκόρπιος/ μεμονωμένος (отдельный)/ παράταιρος, ἀταίριαστος (непарный):\разрозненныйенные действия οἱ μεμονωμένες (или οἱ σκόρπιες) ἐνέργειες· \разрозненныйенное собрание сочинений χωριστοί τόμοι τών ἀπάντων. -
8 разноречивый
[ραζναριτσίβυΐ] εκ. διαφορετικός, αταίριαστος -
9 разноречивый
[ραζναριτσίβυϊ] επ διαφορετικός, αταίριαστος -
10 дисгармоничный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноδυσαρμονικός, αταίριαστος. -
11 неблагодарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно;1. αγνώμονας, αχάριστος, ανέγνωρος, ψωμοπάτης.ουσ. αχάριστος κλπ. επ.2. μτφ. ανάρμοστος, αταίριαστος, απάδων. || ανώφελος. -
12 неподобающий
επ.ανάρμοστος, άπρεπος, αταίριαστος•вести себя -им образом φέρνομαι άπρεπα.
-
13 неподходящий
-ая, -ееεπ.αταίριαστος, ακατάλληλος, απρόσφορος• άχρηστος•-ие условия ακατάλληλες συνθήκες.
-
14 неравный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноάνισος•-ые силы άνισες δυνάμεις•
неравный брак αταίριαστος (στην ηλικία) γάμος•
пасть в -ом бой πέφτω σε άνιση μάχη•
-ая борьба άνισος αγώνας.
-
15 нескладный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. κακοφυής• δύσμορφος άκομψος, άγαρμπος, κακοκαμωμένος ασουλούπωτος. || άσχημος.2. α-συναφής, ασύνδετος, ασυνάρτητος•-ые слова ασυνάρτητα λόγια.
|| ασύμφωνος, αταίριαστος, ακανόνιστος.3. άστατος, άτσαλος, ατάσθαλος. -
16 несходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ανόμοιος, άμοιαστος διάφορος, -ρετικός• αταίριαστος•-ые понятия διαφορετικές έννοιες.
2. ασύμφορος•-ая цена ασύμφορη τιμή.
-
17 партия
-и θ.1. το κόμμα•коммунистическая партия κομμουνιστικό κόμμα•
социалистическая σοσιαλιστικό κόμμα•
привая партия δεξιό κόμμα•
левая партия αριστερό κόμμα•
член -и μέλος του κόμματος•
принимать в -ю παίρνω (προσλαμβάνω) στο κόμμα.
2. ομάδα• τμήμα• συνεργείο•играки разделились на две -и οι παίχτες χωρίστηκαν σε δυό ομάδες.
3. παρτίδα• μερίδα ποσότητα•партия товаров παρτίδα εμπορευμάτων.
4. (χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) παρτίδα, ένα παιγνίδι•отыгранная партия η ρεβάνς.
|| οι παίχτες ενός παιγνιδιού.5. παρτίδα μουσική. || οι νότες μουσικής παρτίδας. || το σόλο στο μελόδραμα.6. γάμος•неровная партия άνισος (αταίριαστος) γάμος•
она тебе не партия αυτή δεν ταιριάζει με σένα.
εκφρ.сделать ή составить выгодную ή хорошую -ю – παλ. καλοπαντρεύομαι•состивить -ю – (για χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) βρίσκω παρέα για παιγνίδι. -
18 ходульный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαφύσικος, αταίριαστος, προσποιητός.
См. также в других словарях:
αταίριαστος — και αταίριαχτος, η, ο 1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δεν συμφωνεί ή δεν εναρμονίζεται με κάποιον 2. ανάρμοστος, ανοίκειος, απρεπής 3. αυτός που δεν είναι ταίρι άλλου, παράταιρος 4. ανόμοιος προς τους άλλους, ιδιόρρυθμος 5. εκείνος που δεν έχει… … Dictionary of Greek
αταίριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δε συμφωνεί με κάποιον ή κάτι άλλο: Είναι ζευγάρι αταίριαστο και θα πρεπε να είχαν χωρίσει. 2. άπρεπος, ανάρμοστος: Αυτά που λες είναι λόγια αταίριαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλυρος — ἄλυρος, ον (Α) [λύρα] 1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα 2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα 3. φρ. «Ἄιδος μοῑρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο «ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι… … Dictionary of Greek
άμοιαστος — η, ο (Μ ἄμοιαστος) 1. αυτός που δεν μοιάζει ή δεν έμοιασε με κάποιον άλλον 2. αταίριαστος, απίθανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοιάζω] … Dictionary of Greek
άφαντος — η, ο (AM ἄφαντος, ον) 1. αυτός που εξαφανίστηκε 2. αφανής, αόρατος 3. αφανής, άσημος νεοελλ. 1. απρεπής, αταίριαστος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. 1. ασαφής, σκοτεινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. +… … Dictionary of Greek
αζευγάρωτος — η, ο [ζευγαρώνω] 1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος 2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος 3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος … Dictionary of Greek
ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… … Dictionary of Greek
αναρμοστία — η (Α ἀναρμοστία) [ανάρμοστος] 1. το να είναι κανείς ανάρμοστος, αταίριαστος 2. (για ήχο) παραφωνία, δυσαρμονία … Dictionary of Greek
απέοικα — ἀπέοικα (Α) 1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι 2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, υῑα, ός α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός β) αταίριαστος, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»] … Dictionary of Greek
απεμφαίνω — ἀπεμφαίνω (Α) είμαι αταίριαστος, ανόμοιος με το περιβάλλον … Dictionary of Greek
απολίτευτος — η, ο (AM ἀπολίτευτος, ον) αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής 2. ο απολίτιστος αρχ. μσν. ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς αρχ. 1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση 2.… … Dictionary of Greek