ασφάλιση
1ασφάλιση — η εξασφάλιση: Η κοινωνική ασφάλιση είναι σήμερα σχεδόν καθολική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ασφάλιση — η (Μ ἀσφάλισις) εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριά νεοελλ. 1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή …
3ἀσφαλίσῃ — ἀσφαλίζομαι aor subj mp 2nd sg ἀσφαλίζομαι fut ind mp 2nd sg ἀσφαλίζω fortify aor subj mid 2nd sg ἀσφαλίζω fortify aor subj act 3rd sg ἀσφαλίζω fortify fut ind mid 2nd sg …
4ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …
5κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… …
6αλληλασφάλιση — και αμοιβαία ασφάλιση, η η ασφάλιση που καλύπτεται όχι από τις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά από τους ίδιους τους ασφαλιζόμενους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ασφάλιση. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλασφαλιστικός] …
7υπερασφάλιση — η, Ν [ασφάλιση] 1. (ιδιωτ. δίκ.) ασφάλιση κατά την οποία το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία 2. ναυτ. ασφάλιση πλοίου ή εμπορεύματος για ποσό ανώτερο από την πραγματική αξία τους …
8Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …
9αυτασφάλεια — η 1. συνειδητή παραίτηση από ασφαλιστική κάλυψη 2. η ανάληψη των κινδύνων από ίδιες «ασφαλιστικές εγκαταστάσεις» των απειλούμενων από αυτούς τους κινδύνους 3. εκούσια κοινωνική ασφάλιση του υποκείμενου σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
10ναυτασφάλεια — η (νομ.) η ασφάλιση εμπορικού πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος σε κατάλληλο ασφαλιστικό οργανισμό κατά τών θαλάσσιων κινδύνων, αλλ. ναυτασφάλιση ή θαλάσσια ασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλεια] …