αστος
1ἀστός — townsman masc nom sg …
2αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ …
3αστός — ο θηλ. ή 1. αυτός που μένει στην πόλη (αντίθ. αγρότης): Σ όλες σχεδόν τις τεχνολογικά προηγμένες χώρες οι αστοί είναι περισσότεροι από τους αγρότες. 2. αυτός που ανήκει στην άρχουσα κοινωνική τάξη (αστική): Ο Αλ. Πάλλης ήταν αστός και μάλιστα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ᾆστος — ἄιστος unseen masc/fem nom sg …
5ἀστοῖς — ἀστός townsman masc dat pl …
6ἀστοῖσι — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7ἀστοῖσιν — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἀστοί — ἀστός townsman masc nom/voc pl …
9ἀστοῦ — ἀστός townsman masc gen sg …
10ἀστούς — ἀστός townsman masc acc pl …