αστείρευτος
1αστείρευτος — η, ο [στειρεύω] αυτός που δεν στερεύει, ο ανεξάντλητος …
2αστείρευτος — η, ο επίρρ. α ανεξάντλητος, ακένωτος: Με οικονομία το νερό, γιατί το πηγάδι δεν είναι αστείρευτο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …
4αείρυτος — ἀείρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει, που αναβλύζει διαρκώς, αέναα, αστείρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥυτός < ῥέω] …
5ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις …
6ανεξάντλητος — η, ο (Α ἀνεξάντλητος, ον) αυτός που δεν εξαντλείται, αστείρευτος …
7δυσεξάντλητος — η, ο (AM δυσεξάντλητος, ον) 1. αυτός που εξαντλείται δύσκολα, ανεξάντλητος 2. αστείρευτος, άπειρος …
8αέναος — η, ο επίρρ. αενάως αστείρευτος, ασταμάτητος: Τον βρήκαν δυστυχίες αέναες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9ακένωτος — η, ο 1. ανεξάντλητος, αστείρευτος: Αντλούσε δύναμη από μια ακένωτη πηγή, από το λαό. 2. αυτός που δεν κενώθηκε, δε βγήκε από τη χύτρα: Το φαγητό ήταν ακόμη ακένωτο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10ανεξάντλητος — η, ο επίρρ. α αστείρευτος: Αποτελούσε για κείνον μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)