-
1 непрерывный
непрерывный αδιάκοπος, ασταμάτητος" ατελεύτητος (бесконечный)* * *αδιάκοπος, ασταμάτητος; ατελεύτητος ( бесконечный) -
2 непрерывный
επ., βρ: -вен -вна, -вноαδιάκοπος, ακατάπαυστος, ασταμάτητος, αδιάλειπτος συνεχής, διαρκής•-ая боль ασταμάτητος πόνος•
непрерывный шум συνεχής θόρυβος•
-ая дробь συνεχές κλάσμα.
-
3 неуёмный
επ., βρ: -мен, -мна, -мноασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτος• συνεχής, διαρκής•вчера шёл неуёмный дождь χτες έβρεχε ασταμάτητα•. -ая боль ασταμάτητος πόνος.
|| ακούραστος, ασίγαστος, αεικίνητος. -
4 безостановочный
αδιάλειπτος, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ατελεύτητος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безостановочный
-
5 безотказно
αδιάκοπα, ασταμάτητα-ый αδιάκοπος, ασταμάτητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > безотказно
-
6 безотказный
безотказн||ыйприл ἀδιάκοπος, ἀσταμάτητος. -
7 непрерывный
непрерывн||ыйприл συνεχής, ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος, ἀδιάλειπτος, ἀσταμάτητος:\непрерывныйая работа ἡ ἀδιάκοπη ἐργασία· \непрерывныйый шум ὁ ἀκατάπαυστος θόρυβος· шли \непрерывныйые дожди ἐβρεχε ἀκατάπαυστα· ◊ \непрерывныйая дробь мат τό συνεχές κλάσμα. -
8 непрестанный
непрестанныйприл ἀκατάπαυστος, ἀδιάκοπος, ἀδιάλειπτος, ἀσταμάτητος. -
9 несмолкаемый
несмолкаемыйприл ἀκατάπαυστος, ἀσταμάτητος. -
10 неудержимый
неудержи́м||ыйприл ἀκατάσχετος, ἀκάθεκτος, ἀκράτητος, ἀσταμάτητος / ὁρμητικός (стремительный):\неудержимый смех τό ἀκράτητο γέλιο· \неудержимыйое желание ἡ ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία· \неудержимыйое развитие ἡ ὁρμητική ἀνάπτυξη. -
11 неумолкаемый
неумолкаемый, неумолчныйприл ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος, ἀσίγητος, ἀσταμάτητος. -
12 неумолчный
неумолкаемый, неумолчныйприл ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος, ἀσίγητος, ἀσταμάτητος. -
13 безостановочный
[*][μπιζαστανόβατσνυϊ) επ. ασταμάτητος -
14 непрерывный
[νιπριρόβνυΐ] εκ. συνεχής, αδιάκοπος, ασταμάτητος -
15 безостановочный
[*][μπιζαστανόβατσνυϊ) επ ασταμάτητος -
16 непрерывный
[νιπριρόβνυϊ] επ συνεχής, αδιάκοπος, ασταμάτητος -
17 безостановочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноασταμάτητος, ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτος• συνεχής, διαρκής. -
18 безудержный
κ. безудержный, επ., эр:-жен, -жна, -жноακράτητος, ασυγκράτητος, ασταμάτητος•-ые рыдания и слезы ακράτητοιλυγμοί και δάκρυα•
безудержный смех ακράτητο γέλιο.
-
19 безустанный
επ.παλ. αδιάκοπος, ασταμάτητος, αδιάλειπτος, συνεχής. -
20 бесконечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. άπειρος, ατέλειωτος, απέραντος, ατέρμων, αχανής•время и пространство -ы ο χρόνος και ο χώρος είναι άπειροι.
2. μακρός, -ρύς, ατέλειωτος, ατελεύτητος•-ая дорога ατέλειωτος δρόμος•
бесконечный рассказ ατέλειωτο διήγημα•
- ая дробь (μαθ.) το απειροστόν.
|| ασταμάτητος, ακατάπαυστος, συνεχής, διαρκής•-ые жалобы συνεχή παράπονα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασταμάτητος — η, ο επίρρ. α ασυγκράτητος: Στην πορεία του αυτή προς το εσωτερικό της Ασίας ο Μ. Αλέξανδρος ήταν ασταμάτητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασταμάτητος — η, ο 1. αυτός που δεν παύει να κινείται, ο ακατάπαυστος, ο αεικίνητος («ασταμάτητο ρολόι») 2. αυτός που δεν σταματά, ο αδιάκοπος («ασταμάτητη βροχή») 3. εκείνος που δεν έχει σταματήσει ακόμη, του οποίου η κίνηση συνεχίζεται («ασταμάτητο τραίνο»)… … Dictionary of Greek
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
ακάμαντος — η, ο ακούραστος, αδάμαστος, ασταμάτητος («επί τα νώτα ακάμαντα τών ζέφυρων», «τα ακάμαντα άλογα τού Ηλίου ιδού εκβαίνουν» Κάλβος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκάμας, αντος] … Dictionary of Greek
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek
ακατάπαυστος — η, ο (Α ἀκατάπαυστος, ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, η, ο) [καταπαύω] ο ασταμάτητος, ο συνεχής «ακατάπαυστοι πόνοι» αρχ. «ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4) αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι «ὀφθαλμοὺς… … Dictionary of Greek
ακόρεστος — Ο αχόρταγος, ο άπληστος, (αρχ.) αυτός που δεν προκαλεί κορεσμό, ο ακατάπαυστος. α. ατμός (Φυσ.). Ατμός που σε ορισμένη θερμοκρασία δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα της ουσίας στην αέρια φάση. Ο ατμός αυτός υπακούει, κατά προσέγγιση, στους… … Dictionary of Greek
αλίαστος — ἀλίαστος, ον (Α) [λιάζομαι] 1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος 2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός 3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος 4. μεγάλος, πολύς 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον ακατάπαυστα … Dictionary of Greek
ασχόλαστος — και ασκόλαστος, η, ο [σχολάζω] 1. αυτός που δεν έχει σχολάσει ή που δεν έχει τελειώσει την εργασία του 2. ασταμάτητος, αδιάκοπος … Dictionary of Greek
χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
αέναος — η, ο επίρρ. αενάως αστείρευτος, ασταμάτητος: Τον βρήκαν δυστυχίες αέναες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)