αστακός
1Ἀστακός — masc nom sg …
2ἀστακός — the smooth lobster masc nom sg …
3Ἄστακος — masc nom sg …
4αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… …
5Αστακός — Sp Astãkas Ap Αστακός/Astakos L V Graikija …
6αστακός — ο δεκάποδο μακρόουρο μαλακόστρακο· από το γεγονός ότι έχει δυνατές απειλητικές δαγκάνες γεννήθηκε η φράση: «οπλισμένος σαν αστακός» …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Μαγγίνας, Αναστάσιος ή Τάτσης — (Αστακός Αιτωλοακαρνανίας 1792 – 1880). Πολιτικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και μορφώθηκε στα Ιωάννινα. Προσελήφθη ως γραμματέας από τον Βελή πασά, γιο του Αλή πασά των Ιωαννίνων, και από το 1818 διοίκησε τη Θεσσαλία …
8Ἀστακοῖς — Ἀστακός masc dat pl …
9ἀστακοῖς — ἀστακός the smooth lobster masc dat pl …
10Ἀστακοί — Ἀστακός masc nom/voc pl …