ασπάραγος
1ασπάραγος — ο (Α ἀσπάραγος και ἀσφάραγος) το σπαράγγι, αγγειόσπερμο, μονοκότυλο φυτό, με βλαστούς διακλαδιζόμενους, όρθιους ή αναρριχώμενους. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ασφάραγος] …
2ἀσπάραγος — ἀσφάραγος 1 throat masc nom sg (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc nom sg (epic) …
3σπαράγγι — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ασπάραγος (οικογένεια Λειλιίδες, μονοκοτυλήδονα), που πολλά είδη του είναι εδώδιμα και καλλωπιστικά. Ο ασπάραγος ο φαρμακευτικός, είναι εδώδιμος. Από το φυτό τρώγονται μόνο οι ανοιξιάτικοι νεαροί και σαρκώδεις… …
4перга — цветочная пыльца на ножках пчелы , парша, перхоть, короста , укр. перга, др. русск. пьрга, сербохорв. пр̏га вид каши , словен. prga щебенка, мука из сушеных фруктов , польск. pierzga цветочная пыльца . Сравнивают с цслав. испръгнѫти выпрыгнуть ,… …
5прягу — I прягу I, прячь, прячи, запрягать, напрягать, укр. прягти запрягать , пряжу, блр. впрэгцi, впрэгу, др. русск. напрягу, напрячи, сербск. цслав. напрѧшти, напрѧгѫ, болг. запрягам, сербохорв. спреħи, спрегнути, спре̑гне̑м стягивать , чеш. sрřеž… …
6спаржа — Заимств. из ит. sparagio, мн. sparagi – то же; см. Преобр. II, 364. Менее вероятно посредство нем. диал. Spars, которое как будто ограничивается югом (Клюге Гётце 571; Марцель 1, 463 и сл.). Источником этих слов является лат. аsраrаgus от греч.… …
7Espárrago — (Del lat. asparafus, brote, tallito < gr. asparagos.) ► sustantivo masculino 1 AGRICULTURA, BOTÁNICA Brote tierno y comestible que produce el rizoma de la esparraguera: ■ le encanta la tortilla de espárragos tiernos. 2 Palo largo y derecho que …
8ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… …
9κραμβασπάραγος — κραμβασπάραγος, ὁ (Μ) το κραμβοσπάραγον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη «λάχανο» + ἀσπάραγος «σπαράγγι». Βλ. και κραμβοσπάραγος] …
10μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… …