ασκεπής
1ἀσκεπής — not covering masc/fem nom sg …
2ασκεπής — (AM ἀσκεπής, ές) 1. ο ασκέπαστος, ο ακάλυπτος 2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκεπής < σκέπας, σκέπος] …
3ασκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν έχει κάλυμμα στο κεφάλι, ξεσκούφωτος: Στάθηκαν ασκεπείς και σταυροκοπήθηκαν, για να περάσει η κηδεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀσκεπῆ — ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσκεπής not covering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσκεπής not covering masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5ἀσκεπεῖ — ἀσκεπής not covering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσκεπής not covering masc/fem/neut dat sg …
6ἀσκεπεῖς — ἀσκεπής not covering masc/fem acc pl ἀσκεπής not covering masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
7ἀσκεπέα — ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀσκεπής not covering masc/fem acc sg (epic ionic) …
8ἀσκεπές — ἀσκεπής not covering masc/fem voc sg ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc sg …
9ἀσκεποῦς — ἀσκεπής not covering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
10ἀσκεπέας — ἀσκεπής not covering masc/fem acc pl (epic ionic) …