ασελγής
41ἀσελγεστάτας — ἀσελγεστάτᾱς , ἀσελγής licentious fem acc superl pl ἀσελγεστάτᾱς , ἀσελγής licentious fem gen superl sg (doric aeolic) …
42ἀσελγεστέρας — ἀσελγεστέρᾱς , ἀσελγής licentious fem acc comp pl ἀσελγεστέρᾱς , ἀσελγής licentious fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
43ἀσελγεῖ — ἀσελγέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀσελγέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀσελγής licentious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσελγής licentious masc/fem/neut dat sg …
44ἀσελγεῖς — ἀσελγέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀσελγής licentious masc/fem acc pl ἀσελγής licentious masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
45ἁσελγές — ἀσελγές , ἀσελγής licentious masc/fem voc sg ἀσελγές , ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc sg …
46Ιππόβινος — Ἱππόβινος, ὁ (Α) (κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.) …
47ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …
48αείμαργος — ἀείμαργος, ον (Α) αθεράπευτα λαίμαργος, πλεονέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μάργος (= άπληστος, λυσσαλέος. ασελγής)] …
49αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …
50αποψωλώ — ἀποψωλῶ ( έω) (Α) [ψωλός] 1. γυμνώνω τη βάλανο του ανδρικού οργάνου 2. (μτχ.) ἀπεψωλημένος ασελγής, ακόλαστος …