ασελγής
91πανασελγώς — πανασελγῶς (Μ) επίρρ. ασελγέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀσελγής + επιρρμ. κατάλ. ως] …
92παρεμφάρακτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, πέρπερος» …
93πορνικός — ή, ό / πορνικός, ή, όν, ΝΑ [πόρνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πόρνη ή αυτός που χαρακτηρίζει την πόρνη 2. ασελγής, λάγνος αρχ. 1. (σχετικά με πλανητική επίδραση) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο 2. φρ. «πορνικὸν τέλος» ο φόρος που πλήρωναν …
94πουτανιάρης — α, ικο, Ν 1. ανήθικος, ακόλαστος, ασελγής 2. (για άνδρα) α) αυτός που εκπορνεύεται β) αυτός που συχνάζει σε πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. λυσσ ιάρης)] …
95πριάπειος — α, ο / πριάπειος, εία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. πριήπειος, είη, ον, Α [Πρίαπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πρίαπο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πριάπεια συλλογή από 80 ολιγόστιχα ενδεκασύλλαβα και ελεγειακά λατινικά ποιήματα γραμμένα σε… …
96πριαπίζω — και ιων. τ. πριηπίζω Α [Πρίαπος] 1. μιμούμαι τον Πρίαπο, είμαι λάγνος, ακόλαστος, ασελγής 2. έχω σηκωμένο τον φαλλό («τραγέλαφος πριαπίζων», επιγρ.) …
97πριαπώδης — ῶδες, Α [Πρίαπος] 1. ο όμοιος με τον Πρίαπο 2. (κατ επέκτ.) λάγνος, ακόλαστος, ασελγής …
98προυνικία — ἡ, Α 1. λαγνεία 2. ασελγής, ακόρεστη διαγωγή 3. ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] …
99πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ …
100πόρνος — ο, ΝΜΑ 1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης 2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένος αρχ. 1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος 2. ειδωλολάτρης νεοελλ. 3. (για γυναίκα, με επιτατ.… …