ασελγής

  • 81μανταλωτός — ή, ό (AM μανδαλωτός, ή, όν) [μανταλώνω] κλεισμένος με μάνταλο, με σύρτη, αμπαρωμένος μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μανδαλωτόν είδος ηδυπαθούς φιλήματος αρχ. ασελγής …

    Dictionary of Greek

  • 82μαχλάς — μαχλάς, άδος, ἡ (Α) 1. ακόλαστη, ασελγής γυναίκα 2. (για πράγματα) ζωηρός, ακμαίος, σφριγηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχλος «λάγνος, ακόλαστος» + κατάλ. άς (πρβλ. δρομ άς, λιχμ άς)] …

    Dictionary of Greek

  • 83μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …

    Dictionary of Greek

  • 84μοιχοκίναιδος — μοιχοκίναιδος, ὁ (Α) μοιχός και κίναιδος ταυτοχρόνως, ασελγής, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κίναιδος] …

    Dictionary of Greek

  • 85μολγός — μολγός, ὁ (Α) 1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού 2. μοχθηρός 3. ακόλαστος, ασελγής 4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης 5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ. β. «μολγὸν… …

    Dictionary of Greek

  • 86μουρντάρης — και μουρδάρης, άρα, άρικο, θηλ. και μουρντάρισσα και μουρδάρισσα (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) 1. ακάθαρτος, βρόμικος, μιαρός 2. αυτός που κάνει ανήθικες πράξεις, ασελγής 3. αυτός που επιδιώκει και πραγματοποιεί με δόλο αθέμιτα κέρδη 4. (για …

    Dictionary of Greek

  • 87οχεικός — ὀχεικός και ὀχικός, ή, όν (Α) [οχεία (Ι)] ασελγής …

    Dictionary of Greek

  • 88οχευτής — ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) [οχεύω] αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής αρχ. μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής …

    Dictionary of Greek

  • 89οχεύτρια — ὀχεύτρια, ἡ (Α) [οχεύω] ακόλαστη, ασελγής γυναίκα …

    Dictionary of Greek

  • 90πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …

    Dictionary of Greek