ασελγής

  • 71κτηνάνθρωπος — και χτηνάνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει ένστικτα, διαθέσεις και εκδηλώσεις κτήνους, απάνθρωπος και σκληρός ή ακόλαστος και ασελγής, ανθρωπόμορφο κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 72κυρηβάτης — ἡ κυριβάτης, ὁ (Α) [κυρηβάζω] 1. φιλόνεικος, εριστικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀσελγὴς ἐν τῷ λοιδορεῑν» …

    Dictionary of Greek

  • 73κώμαξ — κώμαξ, ακος, ὁ (Α) ασελγής άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με κῶμος] …

    Dictionary of Greek

  • 74λέγος — λέγος, η, ον (Α) αισχρός, ασελγής, λάγνος («λέγαι γυναίκες», Αρχίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. ἐλεγαίνειν (= παραφρονεῖν, ἀσελγαίνειν, ἀκολασταίνειν, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 75λίχνος — η, ο (AM λίχνος, η, ον, θηλ. και ος) αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ. β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. 1. μτφ. περίεργος, άπληστος… …

    Dictionary of Greek

  • 76λαίσκαπρος — λαίσκαπρος, ον (Α) πολύ ασελγής, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαισ (βλ. λα ) + κάπρος] …

    Dictionary of Greek

  • 77λαπαρός — λαπαρός, ά, όν (Α) 1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.) 2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό 3. (για πόνο) ελαφρός, μαλακός 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».… …

    Dictionary of Greek

  • 78λιλαίομαι — (Α) 1. επιθυμώ κάτι πάρα πολύ, ποθώ (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», Ομ. Ιλ. β. «φόωσδε τάχιστα λιλαίεο», Ομ. Οδ.) 2. επιθυμώ να είμαι ή να κάνω κάτι («λιλαιομένη πόσιν εἶναι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *las «θρασύς, λαίμαργος …

    Dictionary of Greek

  • 79μάργος — μάργος, ον, θηλ. και μάργη (Α) 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.) 2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.) 3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.) 4. μτφ. αισχρός, ασελγής,… …

    Dictionary of Greek

  • 80μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …

    Dictionary of Greek