ασελγής
61ιθύφαλλος — Ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού μορίου, που έφεραν οι θιασώτες στα Μεγάλα Διονύσια ως σύμβολο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής και ως ευχή για τον πολλαπλασιασμό των κατοίκων της πόλης. Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, κατά την τέλεση δημόσιων… …
62ιππόπορνος — ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α) 1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος 2. έφιππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)] …
63κάπραινα — η (Α κάπραινα) (θηλ. τού κάπρος) άγρια γουρούνα αρχ. (για γυναίκα) ακόλαστη, ασελγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + αινα (πρβλ. λέ αινα, λύκ αινα)] …
64κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …
65κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) …
66καπρώ — καπρῶ, άω (Α) [κάπρος] 1. (για θηλυκό γουρούνι) έχω ορμή για οχεία 2. είμαι ασελγής, έκφυλος («καπρῶσα γραῡς», Αριστοφ.) …
67καπυριστής — καπυριστής, ὁ (Α) [καπυρίζω] ασελγής, ακόλαστος («τρυφηλῶν ἀνθρώπων καπυριστῶν», Στράβ.) …
68καραπουτάνα — η πόρνη τής κατώτερης ηθικής υποστάθμης, ασελγής γυναίκα χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καρα * (εδώ με επιτ. σημ.) + πουτάνα < ιταλ. puttana] …
69καταπύγων — καταπύγων, ὁ, ἡ, ουδ. τὸ κατάπυγον (Α) 1. αυτός που επιδίδεται σε παρά φύσιν συνουσία, αισχρός, ασελγής 2. (στους αττ. συγγραφείς) ο μέσος δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύγων (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. παγκατα πύγων] …
70καταφερής — καταφερής, ές (Α) 1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, που γέρνει 2. μτφ. ορμητικός 3. (για έδαφος) κατηφορικός, επικλινής 4. αυτός που έχει κλίση ή ροπή σε κάτι 5. λάγνος, ασελγής 6. φρ. α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς πρός τι» αυτός που κλίνει… …