ασελγής
31ἀσελγέστεραι — ἀσελγής licentious fem nom/voc comp pl …
32ἀσελγέστεροι — ἀσελγής licentious masc nom/voc comp pl …
33ἀσελγέστερος — ἀσελγής licentious masc nom comp sg …
34ἀσελγῶς — ἀσελγής licentious adverbial (attic epic doric) …
35κακόμαχλος — κακόμαχλος, ον (Α) ο κατά τρόπο κακοήθης ασελγής, κακοήθης, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μάχλος «ακόλαστος, αισχρός, ασελγής»] …
36καταπυγίζω — (Α) 1. είμαι κίναιδος, ασελγής 2. (κατά τον Φώτ.) «καταπυγίζειν τὸ τὴν πυγὴν ἐπὶ πολὺ μεταφέρειν ἐν τῷ βαδίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυγίζω «είμαι ασελγής»] …
37κατασελγαίνω — (AM) είμαι πολύ ασελγής, κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσελγαίνω (< ἀσελγής)] …
38λακαταπύγων — λακαταπύγων, ον (Α) πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λα * + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»] …
39μάχλος — μάχλος, ον (Α) 1. (για γυναίκες) ακόλαστη, ασελγής, χυδαία («μαχλότατοι δὲ γυναῑκες, ἀφαυρότατοι δέ τε ἄνδρες», Ησίοδ.) 2. (για άνδρες) α) λάγνος β) θηλυπρεπής 3. μτφ. ζωηρός, ορμητικός, σφριγηλός, πλήρης οργασμού 4. άγριος, αυθάδης, βίαιος.… …
40ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …