ασία η
11Ἀσιανῶν — Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia fem gen pl Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia masc/neut gen pl …
12Ἀσιανόν — Ἀσιᾱνόν , Ἀσιανός Asia masc acc sg Ἀσιᾱνόν , Ἀσιανός Asia neut nom/voc/acc sg …
13ἀσίας — ἀσίᾱς , ἄσιος Asian fem acc pl ἀσίᾱς , ἄσιος Asian fem gen sg (attic doric aeolic) …
14ὠσία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
15ὠσίας — ἀσίᾱς , ἄσιος Asian fem acc pl ἀσίᾱς , ἄσιος Asian fem gen sg (attic doric aeolic) …
16τοσαπλάσιος — ασία, ον, Α ο τοσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλάσιος*. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] …
17τοσαυταπλάσιος — ασία, ον, Α 1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος 2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + πλάσιος*] …
18.ασίαν — ἀσίᾱν , ἄσιος Asian fem acc sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱν , ἐσία fem acc sg (attic doric aeolic) …
19Ἀσιαναῖς — Ἀσιᾱναῖς , Ἀσιανός Asia fem dat pl …
20Ἀσιαναί — Ἀσιᾱναί , Ἀσιανός Asia fem nom/voc pl …