αρχιτέκτονας

  • 71Σιλβάνι, Γκεράρντο — (Silvani). Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης (1579 1675). Ασχολήθηκε με τη γλυπτική και ένα άγαλμά του βρίσκεται στον κήπο Μπόμπολι της Φλωρεντίας. Τη φήμη του, ωστόσο, την οφείλει στην επίδοση του στην αρχιτεκτονική. Στη Φλωρεντία υπάρχουν πολλές… …

    Dictionary of Greek

  • 72Σουστρίς — (Sustris). Επώνυμο Ολλανδών καλλιτεχνών. 1. Λαμπέρτ. Ζωγράφος (Άμστερνταμ 1520 – Βενετία 1580). Τελειοποίησε τη ζωγραφική του όταν ήταν στη Βενετία, όπου ζωγράφιζε νωπογραφίες με μυθικά και βιβλικά θέματα. Από το 1548 έως το 1552 παρέμεινε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 73Τάνγκε, Κέντζο — (Τόκιο 1913). Ιάπωνας αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Ο Τ. προσπαθεί να συμφιλιώσει την ιαπωνική οικοδομική παράδοση με τις αισθητικές και κοινωνικές αντιλήψεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Επηρεασμένος βαθιά από την ορθολογιστική ποιητική του Λε… …

    Dictionary of Greek

  • 74Τζενάλε, Μπερναντίνο — (Zenale, Τρεβίλιο 1463 – Μιλάνο 1526). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Εργάστηκε αρχικά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας (1514) και αργότερα διορίστηκε αρχιτέκτονας (1522) του καθεδρικού ναού του Μιλάνου μετά τον Αμαντέο. Ως ζωγράφος, το όνομά… …

    Dictionary of Greek

  • 75Τζένγκα, Τζιρόλαμο — (Genga, 1476 – 1551). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Η ζωγραφική του δείχνει επίδραση του Περουτζίνο, του Σόντομα και του Ραφαήλ. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι Το Μαρτύριο του Aγίου Σεβαστιανού και Ο Αινείας φεύγοντας από την Τροία. Ως… …

    Dictionary of Greek

  • 76Φαvτσέλι, Λούκα — (Fancelli, Σετινιάνο 1430 – 1495). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Έδρασε κυρίως στη Μάντοβα, στην υπηρεσία των Γκοντζάγκα. Ανάμεσα στα άλλα του έργα σημαντικά είναι ο πύργος του Ρέβερε, το ανάκτορο του Σαν Σεμπαστιάνο, οι προσθήκες στις… …

    Dictionary of Greek

  • 77Φίσερ φον Έρλαχ, Γιόχαν Μπέρχαρντ — (Fischer von Erlach, 1656 – 1723). Αυστριακός αρχιτέκτονας, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τεχνοτροπίας του μπαρόκ. Έργα του υπάρχουν στη Βιέννη και σε διάφορες πόλεις της Αυστρίας. Πρόκειται για εξαίρετα αρχιτεκτονικά μνημεία, κυρίως… …

    Dictionary of Greek

  • 78Φόρστερ, Λούντβιγκ φον- — (Forster, Μπάερετ 1797 – Γκλάινχενμπεργκ 1863). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Είχε κλασική μόρφωση και εργάστηκε ιδιαίτερα στη Βιέννη, όπου έχτισε, ανάμεσα στα άλλα, την προτεσταντική εκκλησία της συνοικίας Μαριανχίλφ (1849), το εργοστάσιο των όπλων… …

    Dictionary of Greek

  • 79Φούγκα, Φερδινάνδος — (Fuga, Φλωρεντία 1699 – Ρώμη 1781). Ιταλός αρχιτέκτονας. Τα πρώτα μαθήματα αρχιτεκτονικής τα πήρε από τον Γ. Φοτζίνι και στη συνέχεια τελειοποίησε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου έζησε από το 1717 έως το 1726. Γύρω στο 1725 πραγματοποίησε τα… …

    Dictionary of Greek

  • 80Φράι, Έντγουιν Μάξγουελ — (Fry, 1899 1987). Άγγλος αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και συγγραφέας. Σπούδασε στην Αρχιτεκτονική σχολή του Λίβερπουλ και έγινε ένας από τους πρωτεργάτες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην Αγγλία. Υπήρξε συνεργάτης του Γκρόπιους με τον οποίο… …

    Dictionary of Greek