αρχιτέκτονας

  • 61Μπαζένοφ, Βασίλι Ιβάνοβιτς — (1737 – 1799). Ρώσος αρχιτέκτονας, χαράκτης, θεωρητικός της αρχιτεκτονικής και εκπρόσωπος του κλασικισμού. Αρχικά σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μόσχας (1755) και έπειτα σαν υπότροφος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πετρούπολης, συνέχισε τις… …

    Dictionary of Greek

  • 62Μπούνσαφτ, Γκόρντον — (Gordon Bunshaft, Μπάφαλο 1909 – 1990). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Αποφοίτησε από την σχολή Λαφαγιέτ και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στην αρχιτεκτονική από το Πανεπιστήμιο Μ.Ι.Τ. Πρωτοποριακός αρχιτέκτονας, ο οποίος επηρέασε σημαντικά την αμερικανική… …

    Dictionary of Greek

  • 63Ντελόρμ, Φιλμπέρ — (Philibert Delorme ή De L ’Orme, Λιόν περ. 1510 – Παρίσι 1570). Γάλλος αρχιτέκτονας. Μαζί με τον Ζαν Μπιλάν και τον Πιερ Λεσκό θεωρείται από τους κυριότερους δημιουργούς του αναγεννησιακού ρυθμού στη Γαλλία. Στις οικοδομές του πατέρα του είχε την …

    Dictionary of Greek

  • 64Ντούντοκ, Βίλεμ Μαρίνους — (Willem MarinusDudok, Άμστερνταμ 1884 – 1974). Ολλανδός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Υπήρξε αρχιτέκτονας των δήμων του Λέιντεν και του Χίλβερσουμ, αλλά απασχολήθηκε με τα σχέδια και άλλων πόλεων (όπως της Χάγης), φανερώνοντας αντιλήψεις εντελώς… …

    Dictionary of Greek

  • 65Ξενάκης, Ιάννης — Συνθέτης, αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός. Γεννήθηκε στη Ρουμανία το 1921. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μουσική σύνθεση στη Γαλλία και στην Ελβετία. Πήρε μέρος στην Αντίσταση, στον τελευταίο πόλεμο, και… …

    Dictionary of Greek

  • 66Παλάντιο, Αντρέα ντι Πιέτρο — (Andrea di Pietro, detto Il Palladio, Πάντοβα 1508 – Bιτσέντσα 1580). Αρχιτέκτονας και θεωρητικός της ιταλικής Αναγέννησης. Το 1533 ο κόμης του Τρισίνο, ενθουσιώδης οπαδός του Βιτρουβίου, αποφασίζει να επισκευάσει το μέγαρο Κρίκολι· ανάμεσα στους …

    Dictionary of Greek

  • 67Πιερ ντε Μοντρέιγ — (Pierre de Montreuil, 1200 – 1266). Γάλλος αρχιτέκτονας. Δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία και το επώνυμο του παραμένει άγνωστο. Χαρακτηρίζεται ως Π. ντε Μ. από την ιδιαίτερη πατρίδα του Μοντρέιγσου Μπουά (Montreuil sous Bois). Το αξιολογότερο… …

    Dictionary of Greek

  • 68Πικιώνης, Δημήτριος — (Πειραιάς 1887 – Αθήνα 1968). Έλληνας αρχιτέκτονας, καθηγητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου και Ακαδημαϊκός. Ο Π. σπούδασε αρχικά πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο, ορμώμενος ωστόσο από την έμφυτη κλίση του προς τη ζωγραφική, παρακολουθούσε συγχρόνως… …

    Dictionary of Greek

  • 69Πιρανέζι, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piranesi, Μολιάνο, Βένετο 1720 – Ρώμη 1778). Ιταλός χαράκτης, αρχιτέκτονας και διοκιμιογράφος. Ο μεγαλύτερος Ιταλός χαράκτης του 18ου αι. προτιμούσε να αυτοκαλείται βενετσιάνος αρχιτέκτονας· κι αυτό όχι μόνο επειδή η πρώτη του διαμόρφωση στη… …

    Dictionary of Greek

  • 70Ρεν, Κρίστοφερ — (Wren, Iστ Νόιλ, Γουίλτσαϊρ 1632 – Λονδίνο 1723). Άγγλος αρχιτέκτονας. Σπούδασε θετικές επιστήμες στη σχολή Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, από το οποίο αποφοίτησε το 1661 και ονομάστηκε καθηγητής της αστρονομίας.… …

    Dictionary of Greek