αρχιτέκτονας

  • 41Γκαρνιέ, Σαρλ — (Charles Garnier, 1825 – 1898).Γάλλος αρχιτέκτονας. Σε κρατικό διαγωνισμό για την ανέγερση νέου θεάτρου μελοδράματος στο Παρίσι, εγκρίθηκε δικό του σχέδιο. Οι εργασίες για το θέατρο αυτό, που ονομάστηκε Grand Opera, κράτησαν 14 χρόνια. Στα… …

    Dictionary of Greek

  • 42Γκαρνιέ, Τονί — (Tony Garnier, Λιόν 1869 – Λα Μπεντούλ 1948).Γάλλος πολεοδόμος και αρχιτέκτονας. Η φήμη του ως πολεοδόμου συνδέεται με τη μελέτη του (1901 4) για τη Βιομηχανική Πόλη (Cité industrielle),στην οποία περιέχονται όλα τα στοιχεία της ορθολογιστικής… …

    Dictionary of Greek

  • 43Γκουαρίνι, Γκουαρίνο — (Guarino Guarini, Μοντένα 1624 – Μιλάνο 1683).Ιταλός αρχιτέκτονας. Υπήρξε μοναχός της αδελφότητας των Θεατίνων. Σπούδασε στη Ρώμη, όταν στην αρχιτεκτονική επικρατούσε ο ρυθμός του μπαρόκ, εμπνευσμένος από τη μεγάλη προσωπικότητα του Φραντσέσκο… …

    Dictionary of Greek

  • 44Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …

    Dictionary of Greek

  • 45Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …

    Dictionary of Greek

  • 46Κανόνικα, Λουίτζι — (Luigi Canonica, Λουγκάνο 1762 – Μιλάνο 1844). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Πιερμαρίνι και ονομάστηκε από τον Ναπολέοντα βασιλικός αρχιτέκτονας. Κυριότερα έργα του είναι τα σχέδια της αγοράς του Βοναπάρτη, η πίσω όψη του βασιλικού… …

    Dictionary of Greek

  • 47Καστιλιόνε, Τζουζέπε — (Giuseppe Castiglione, Μιλάνο 1688 – Πεκίνο 1768). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Μετέβη ως ιησουίτης ιεραπόστολος στην Κίνα, όπου ανέπτυξε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στην υπηρεσία τριών αυτοκρατόρων, και κυρίως του Τσιεν Λουνγκ. Ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 48Κέλντερμανς — (Keldermans). Επώνυμο οικογένειας Φλαμανδών αρχιτεκτόνων και γλυπτών, που έζησαν κατά τον 15o και 16o αι. και εργάστηκαν κυρίως στην πόλη Μαλίν του Βελγίου. 1. Άντριες ο Πρεσβύτερος (Andries I, 1400; – 1488). Δημιούργησε τον πύργο του Σεν Ρομπούτ …

    Dictionary of Greek

  • 49Κιτσίκης, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1893 – 1969). Αρχιτέκτονας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Βερολίνου. Διετέλεσε αρχιτέκτονας του Δημαρχείου του Βερολίνου (1913 15), μέλος της διεθνούς επιτροπής ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης (1917 19) και διευθυντής… …

    Dictionary of Greek

  • 50Κλιντ, Κάαρε — (Kaare Κlint, 1888 – 1945). Δανός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Γιος του αρχιτέκτονα Π.Β. Γιένσεν, ασχολήθηκε αρχικά με τη ζωγραφική και στη συνέχεια εργάστηκε ως αρχιτέκτονας με τον πατέρα του και τον Κ. Πέτερσεν. Την περίοδο 1914 16 πήγε στην Ιάβα …

    Dictionary of Greek