αρχιτέκτονας

  • 21Καλατράβα, Σαντιάγκο — (Μπενιμάμετ, Ισπανία 1951 –). Ισπανός αρχιτέκτονας. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1968 69) και στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή Αρχιτεκτονικής (1969 74). Αργότερα μετέβη στη Ζυρίχη… …

    Dictionary of Greek

  • 22Λεντού, Κλοντ-Νικολά — (Claude NicolasLedoux, Ντορμάν 1736 – Παρίσι 1806). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μπλοντέλ· επηρεασμένος από τον δάσκαλό του, ο οποίος ανανέωσε το ενδιαφέρον για τα μνημεία της αρχαιότητας, υπήρξε κλασικιστής και ορθολογιστής αρχιτέκτονας …

    Dictionary of Greek

  • 23Μανσάρ — (Mansart). Επώνυμο δύο Γάλλων αρχιτεκτόνων του 17ου αι. οι οποίοι συνέβαλαν με το έργο τους στη διαμόρφωση του μπαρόκ κλασικισμού στη γαλλική αρχιτεκτονική. 1. Ζιλ Αρντουέν (Jules Hardoine Mansart ή Mansard, Παρίσι 1646 – Μαρλί λε Ρουά 1708).… …

    Dictionary of Greek

  • 24Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 25Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ράιτ, Φρανκ Λόιντ — (Wright, Ρίτσλαντ Σέντερ, Γουισκόνσιν 1867 ή 1869 – Τάλιεσιν Γουέστ, Φένιξ, Αριζόνα 1959). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Στη νεότητά του (1888), πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, ανέλαβε δραστηριότητα στο Σικάγο, στη μόνη πρωτότυπη αμερικανική… …

    Dictionary of Greek

  • 27Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 28Φαλκονέτο, Τζοβάνι Μαρία — (Falconetto, Βερόνα 1458 – Πάντοβα 1534). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Θεωρείται ο σημαντικότερος από τα μέλη μιας παλιάς οικογένειας Βερονέζων καλλιτεχνών, που δημιούργησε τα καλλιτεχνήματά του στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι.… …

    Dictionary of Greek

  • 29εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …

    Dictionary of Greek

  • 30μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …

    Dictionary of Greek