αρχιεπίσκοπος
1ἀρχιεπίσκοπος — archbishop masc nom sg …
2αρχιεπίσκοπος — Ο πρώτος των επισκόπων. Ο διοικητικός αυτός εκκλησιαστικός τίτλος εμφανίστηκε τον 4ο αι. Στη Δύση χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τον 6o αι. Μετά τον 5o αι. ο τίτλος χρησιμοποιείται για να δηλώσει και τον επίσκοπο που έχει διοικητική ανεξαρτησία από… …
3αρχιεπίσκοπος — ο 1. ο προϊστάμενος των επισκόπων μιας περιοχής: Παλιότερα σε ορισμένες περιοχές υπήρχαν αρχιεπίσκοποι. 2. τίτλος του αρχηγού της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδας που εδρεύει στην Αθήνα: Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀρχιεπισκόποις — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc dat pl …
5ἀρχιεπισκόπου — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc gen sg …
6ἀρχιεπισκόπους — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc acc pl …
7ἀρχιεπισκόπων — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc gen pl …
8ἀρχιεπισκόπῳ — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc dat sg …
9ἀρχιεπίσκοποι — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc nom/voc pl …
10ἀρχιεπίσκοπον — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc acc sg …