αρχιεπίσκοπος

  • 101Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …

    Dictionary of Greek

  • 102Θεοτόκης, Νικηφόρος — (Κέρκυρα 1731 – Μόσχα 1800). Διδάσκαλος του Γένους. Σπούδασε στην πατρίδα του και συνέχισε στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ίσως της Πάντοβα, όπου επιδόθηκε κυρίως στη μελέτη της φιλοσοφίας και των φυσικομαθηματικών επιστημών. Δίδαξε κατόπιν σε… …

    Dictionary of Greek

  • 103Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 104Κατραμής, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1820 – 1886). Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου. Αρχικά σπούδασε φιλοσοφία στην Ιόνιο Ακαδημία και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νάπολη της Ιταλίας ως εφημέριος των ορθόδοξων Ελλήνων της περιοχής. Αγωνίστηκε με σθένος εναντίον των ουνιτών, οι oποίοι… …

    Dictionary of Greek

  • 105Κιγάλας, Ιλαρίων — (Λευκωσία 1626 – Κωνσταντινούπολη 1682). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1674 79), δάσκαλος και συγγραφέας. Σπούδασε στο (υπό παπικό έλεγχο) Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης και στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου κατόπιν δίδαξε στο λεγόμενο Κοτουνιανό… …

    Dictionary of Greek

  • 106Κουιρίνι — (Quirini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Βενετία της Ιταλίας (αναφέρονται και ως Κουερίνι). 1. Άντζελο Μαρία (1680 – 1755). Ιεράρχης. Δίδαξε θεολογία και εβραϊκή γλώσσα στην Πίζα. Από το 1710 έως το 1714 πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε… …

    Dictionary of Greek

  • 107Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …

    Dictionary of Greek

  • 108Κύπρου, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Αρχιεπισκοπή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου με έδρα τη Λευκωσία. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 110 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 205 κληρικοί. Ο αρχιεπίσκοπος φέρει τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου. Πριν… …

    Dictionary of Greek

  • 109Λεόντιος — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της βυζαντινής εποχής. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν εθνικός στο θρήσκευμα και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου παραδίδοντας μαθήματα φιλοσοφίας και ρητορικής. Από την εργασία αυτή απέκτησε μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 110Μάλτα — I Νησιωτικό κράτος της νότιας Ευρώπης στην κεντρική Μεσόγειο, περίπου 60 ναυτικά μίλια N της Σικελίας.Σημαντικό πολιτιστικό κέντρο κατά την αρχαιότητα και σε σημαντική γεωστρατηγική θέση, η Μ. υπέστη διαδοχικές κατοχές αλλά ταυτόχρονα ήρθε σε… …

    Dictionary of Greek