-
1 αρχή
[архи] ουσ. Θ. начало,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρχή
-
2 начало
-а α.1. αρχή•начало пути αρχή του δρόμου•
начало и конец αρχή και τέλος•
брать начало αρχίζω.
2. έναρξη, ξεκίνημα•начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•
в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•
начало спектакля έναρξη θεάματος.
3. βάση, θεμελιώδης αρχή•социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•
коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•
начало равенства αρχή της ισότητας•
на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.
4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•-а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.
5. αιτία•праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.
6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.
εκφρ.в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•доброе начало – половина дела – παρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•под -ом – υπο τις διαταγές•по -у – από την αρχή, εξ αρχής. -
3 начало
нача́л||ос1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:\начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:\началоа химии βάσεις τής χημείας·4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη. -
4 начало
начало с η αρχή, η έναρξη с самого \началоа από την αρχή· в \началое στην αρχή' в \началое пятого στις τέσσερις και κάτι· перед \началоом πριν αρχίσει* * *сη αρχή, η έναρξηс са́мого нача́ла — από την αρχή
в нача́ле — στην αρχή
в нача́ле пя́того — στις τέσσερις και κάτι
пе́ред нача́лом — πριν αρχίσει
-
5 почин
-а α.1. πρωτοβουλία•личный почин προσωπική πρωτοβουλία•
по собственному -у με δική μου (του, της κ.τ.τ.) πρωτοβουλία•
смелый почин θαρρ«λέα πρωτοβουλία.
2. η καλή αρχή, ο σεφτές•почин дороже всего η καλή αρχή είναι το παν•
продать дшево для -у πουλώ φτηνά για καλή αρχή•
сделать почин κάνω καλή αρχή (σεφτέ).
-
6 принцип
принцип м 1) (основа) η αρλή 2) (убеждение) η πεποίθηση ◇ в \принципе κατ' αρχή* * *м1) ( основа) η αρχή2) ( убеждение) η πεποίθηση••в при́нципе — κατ'αρχή
-
7 принцип
-а α.αρχή κανόνας νόμος•основные -ы механики οι βασικές αρχές της μηχανικής•
принцип убевдения η αρχή της πειθούς•
-ы поэзии Аристотеля οι αρχές της ποιητικής του Αριστοτέλη•
пять -ов мирного сосуществования πέντε αρχές ειρηνικής συνύπαρξης.
εκφρ.в -е – κυρίως, γενικά•из -а – ξεκινώντας από την αρχή. -
8 сначала
επίρ.1. αρχικά, στην αρχή, κατ αρχή, πρώτα-πρώτα.2. πάλι, ξανά, από την αρχή, εκ νέου. -
9 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
10 переучить
1. (обучить заново, выучить снова) ξαναμαθαίνω (σωστά και από την αρχή), επανεκπαιδεύομαι (ξανά και από την αρχή) 2. (причинить вред долгим обучением) παραδιδάσκω, βλάπτω με την πολλή μάθηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переучить
-
11 присказка
литер. η προεισαγωγή/αρχή ή ο επίλογος/το τέλος του μύθου, παραμυθιού (π.χ. στην αρχή «μια φορά κι έναν καιρό» και στον επίλογο «και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присказка
-
12 вначале
-
13 заново
-
14 почин
-
15 происхождение
происхождение с 1) η καταγωγή, η προέλευση· социальное \происхождение η κοινωνική προέλευση 2) (возникновение) η προέλευση* η αρχή, η εμφάνιση* * *с1) η καταγωγή, η προέλευσηсоциа́льное происхожде́ние — η κοινωνική προέλευση
2) ( возникновение) η προέλευση; η αρχή, η εμφάνιση -
16 самый
самый 1. (в знач. именно) αυτός, ο ίδιος· с \самыйого утра από πρωί πρωί* в \самыйом начале από την αρχή; до \самыйого вечера ως το βράδυ· до \самыйого дома μέχρι το σπίτι" в то \самыйое время την ίδια ώρα 2. (при образовании превосх. ст.) πιο* \самый сильный о πιο δυνατός; \самыйое главное το κυριότερο ◇ в \самыйом деле αλήθεια, πραγματικά* * *1. в знач. именноαυτός, ο ίδιοςс са́мого утра́ — από πρωί πρωί
в са́мом нача́ле — από την αρχή
до са́мого ве́чера — ως το βράδυ
до са́мого до́ма — μέχρι το σπίτι
2. при образовании превосх. ст.в то са́мое вре́мя — την ίδια ώρα
са́мый си́льный — ο πιο δυνατός
са́мое гла́вное — το κυριότερο
••в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά
-
17 сначала
-
18 власть
власт||ьж1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου. -
19 почин
починм1. (инициатива) ἡ πρωτοβουλία; по собственному \почину μέ δικιά του πρωτοβουλία, κατ' Ιδίαν πρωτοβου-λίαν2. (начало) разг ἡ καλή ἀρχή / ὁ σεφτές (в торговле):сделать \почин κάμνω σεφτέ, κάμνω καλή ἀρχή. -
20 правило
пра́вил||ос1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:\правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή.
См. также в других словарях:
ἁρχή — ἀρχή , ἀρχή beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχή — (arche) (греч.) начало. см. Архе. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἀρχῇ — ἀρχή beginning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχή — beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχή — η 1. έναρξη, αφετηρία τοπική ή χρονική: Βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του. – Είμαστε στην αρχή του δρόμου. 2. η πρώτη αιτία, αφορμή: Αυτή ήταν η αρχή του κακού. 3. θεμελιακός ηθικός κανόνας: Αυτό είναι αντίθετο με τις αρχές μου. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek
Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα — Ιδρύθηκε το 1997 ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με δικό της προϋπολογισμό και γραμματεία. Αποστολή της είναι η εποπτεία της εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρόεδρός της είναι ανώτατος δικαστικός … Dictionary of Greek
Αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου — Στο Διάλογο των μέγιστων συστημάτων ο Γαλιλαίος εκθέτει έτσι την αρχή αυτή: «Κλειστείτε με κάποιο φίλο σας στο μεγαλύτερο θάλαμο που υπάρχει κάτω από το κατάστρωμα ενός μεγάλου πλοίου και κατόπιν πάρετε μύγες, πεταλούδες και άλλα όμοια ιπτάμενα… … Dictionary of Greek
ἄρχῃ — ἄρχω to be first pres subj mp 2nd sg ἄρχω to be first pres ind mp 2nd sg ἄρχω to be first pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμολογική αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι θέσεις μέσα στο σύμπαν είναι ισοδύναμες. Η αρχή αυτή αποτελεί τη βάση της σύγχρονης κοσμολογίας και αποτελεί ακραία έκφραση της άποψης του Κοπέρνικου ότι η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Αν αγνοηθούν… … Dictionary of Greek
ακροφωνίας, αρχή της- — Αρχή, στην οποία στηρίχτηκε η μετατροπή της ιδεογραφικής και συλλαβικής γραφής σε αλφαβητική. Βλ. λ. γραφή … Dictionary of Greek