Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αρρώστησε

  • 1 видимо

    видимо
    вводн. сл. ὅπως φαίνεται, φαίνεται πώς:
    он, видимо, заболел ὅπως φαίνεται ἀρρώστησε.

    Русско-новогреческий словарь > видимо

  • 2 разболеться

    разболе||ться
    сов
    1. (о ком-л.) ἀρρωσταίνω, ἀρρωστώ:
    он совсем \разболетьсялся ἀρρώστησε γιά καλά·
    2. (о чем-л.) πονώ:
    у меня голова \разболетьсялась μοῦ πόνεσε τό κεφάλι, μ' ἔπιασε πονοκέφαλος.

    Русско-новогреческий словарь > разболеться

  • 3 видимо

    επίρ.
    1. παλ. προφανώς, είναι φανερό•

    он видимо осунулся είναι φανερό πως αυτός αδυνάτισε.

    2. πιθανώς, πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    видимо он заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.

    Большой русско-греческий словарь > видимо

  • 4 вроде

    πρόθ.
    1. σαν, ωσάν, όμοια, παρόμοια, εν είδη, καθ’ ομοίωση•

    пальто вроде моего πανωφόρι σαν το δικό μου.

    2. ως, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    он вроде заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.

    εκφρ.
    вроде как ή быβλ. ανωτ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > вроде

  • 5 вследствие

    πρόθ. με γεν. εξ αιτίας, λόγω, ένεκα, επειδή, γιατί•

    вследствие болезни λόγω ασθενείας, γιατί αρρώστησε.

    Большой русско-греческий словарь > вследствие

  • 6 доучить

    -учу, -учишь ρ.σ.μ.
    1. απομαθαίνω• μαθαίνω τέλεια ή ως ένα βαθμό" доучить таблицу умножения μαθαίνω καλά την προπαίδεια της αριθμητικής•

    доучить ребнка до осени μαθαίνω ή προγυμνάζω το παιδί ως το Φθινόπωρο•

    доучить стихотворение до середины μαθαίνω το ποίημα ως τη μέση.

    1. αποπερατώνω τις σπουδές.
    2. μαθαίνω, σπουδάζω ως•

    доучить до восьмого класса φοιτώ ως την όγδοη τάξη•

    доучить до зимы φοιτώ ως το χειμώνα.

    3. μελετώ τόσο πολύ που...• он -лся до того, что заболел αυτός αρρώστησε α-πο την πολλή μελέτη.

    Большой русско-греческий словарь > доучить

  • 7 прервать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. прервал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пр-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. διακόπτω, κόβω• σταματώ• λύνω•

    учитель вдруг заболел и -ал урок ο δάσκαλος ξαφνικά αρρώστησε και διέκοψε το μάθημα•

    они с нами -ли все связи αυτοί με μας έκοψαν κάθε δεσμό (σχέση)•

    разговор κόβω την κουβέντα•

    прервать молчание λύνω τη σιωπή.

    διακόπτομαι, σταματώ• λύνομαι•

    разговор -лся η συνομιλία διακόπηκε•

    молчание -лась η σιωπή λύθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > прервать

См. также в других словарях:

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • καλαμαράς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον Άγιο Θωμά του Μονοφατσίου. Πήγε αρχικά στη Σμύρνη για σπουδές και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες και ναυτιλιακά.… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»