αρρωστιάρης

  • 1αρρωστιάρης, -α, -ικο — επίρρ. ικα φιλάσθενος, καχεκτικός: Δεν τον είδες τι αρρωστιάρης που είναι; …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2αρρωστιάρης — άρα, άρικο [αρρώστια] αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, ο φιλάσθενος …

    Dictionary of Greek

  • 3-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …

    Dictionary of Greek

  • 4-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …

    Dictionary of Greek

  • 5ζαΐφης — ο ασθενικός, αρρωστιάρης, φιλάσθενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zayif] …

    Dictionary of Greek

  • 6ζαρομπασμένος — η, ο καχεκτικός, ζαρωμένος, αρρωστιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + μπασμένος, μτχ. τού μπάζω (< αρχ. εμ βάζω) «εισάγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 7παθεινός — και παθινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που πάσχει, που θρηνεί ή που πενθεί 2. ασθενικός, καχεκτικός, αρρωστιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κατάλ. (ε)ινός (πρβλ. ποθ εινός)] …

    Dictionary of Greek

  • 8παθερός — ή, ό [πάθος] 1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα από αρρώστιες, ασθενικός, καχεκτικός, αρρωστιάρης 2. (σχετικά με φυτά) ευπρόσβλητος από το καύμα ή το ψύχος …

    Dictionary of Greek

  • 9παθιάρης — ο 1. ο ευαίσθητος και επιρρεπής στις αρρώστιες, αρρωστιάρης 2. παθιάρικος, γεμάτος πάθος και συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)]; …

    Dictionary of Greek

  • 10χτικιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση 2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …

    Dictionary of Greek