-
1 обручаться
обруч||атьсяἀρραβωνιάζομαι. -
2 обручаться
[αμπρουτσάτ'σα] ρ. αρραβωνιάζομαι -
3 обручаться
[αμπρουτσάτ'σα] ρ αρραβωνιάζομαι -
4 невеститься
-щусь, -стишься, ρ.δ. (απλ.) αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι• φέρνομαι σαν αρραβωνιασμένη, σα νύφη. -
5 обручить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрученный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ. αρραβωνιάζω, μνηστεϋω.αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι.
См. также в других словарях:
αρραβωνιάζομαι — αρραβωνιάζομαι, αρραβωνιάστηκα, αρραβωνιασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: αρραβωνιάζομαι : από άποψη σημασίας, δεν είναι το παθητικό του αρραβωνιάζω, αλλά σημαίνει → κάνω τους αρραβώνες μου με κάποιον ή κάποια … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προμνηστεύομαι — ΜΑ μσν. αρραβωνιάζομαι εκ τών προτέρων μσν. αρχ. 1. προμνῶμαι* 2. (σχετικά με το αξίωμα τού επισκόπου) αγωνίζομαι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μνηστεύομαι «αρραβωνιάζομαι, αναζητώ, επιδιώκω»] … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αρραβωνίζω — (Μ ἀρραβωνίζω, Α ομαι) [αρραβών] 1. αρραβωνιάζω 2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» γι αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες) αρχ. μσν. αρραβωνίζομαι 1. εγγυώμαι, αποδέχομαι 2.… … Dictionary of Greek
καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) … Dictionary of Greek
κατονομάζω — (ΑΜ κατονομάζω) νεοελλ. 1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου 2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω μσν. αρχ. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ… … Dictionary of Greek
λογοδίνομαι — 1. επισημοποιώ τον δεσμό μου, αρραβωνιάζομαι 2. (μτχ. παρακμ.) λογοδοσμένος, η, ο αρραβωνιασμένος … Dictionary of Greek
σημαδεύω — ΝΜΑ [σημάδι(ον)] νεοελλ. 1. τοποθετώ διακριτικό σημάδι για αναγνώριση ή υπενθύμιση, επισημαίνω (α. «σημάδεψα τον δρόμο» β. «σημαδεύω πού θα φυτευθούν τα δέντρα») 2. στρέφω το όπλο ή οτιδήποτε άλλο προς έναν στόχο, σκοπεύω («σημάδεψέ με στην… … Dictionary of Greek
υπερεγγυώ — άω, Α αρραβωνιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐγγυῶ «αρραβωνιάζω»] … Dictionary of Greek
αρραβωνιάζω — και αρρεβωνιάζω ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, μνηστεύω κάποιον, υπόσχομαι να δώσω σε γάμο: Αρραβώνιασε την κόρη της μ έναν λαμπρό νέο. Το μέσ., αρραβωνιάζομαι μνηστεύομαι: Ο γιος του αρραβωνιάστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογοδίνομαι — λογοδόθηκα, λογοδοσμένος, αρραβωνιάζομαι δίνοντας λόγο, ανεπίσημα: Λογοδόθηκαν πριν από τα Χριστούγεννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)