αρπάζω
1ἁρπάζω — snatch away pres subj act 1st sg ἁρπάζω snatch away pres ind act 1st sg …
2αρπάζω — αρπάζω, άρπαξα βλ. πίν. 23 …
3αρπάζω — και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ. 1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε. 2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο. 3. λεηλατώ,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …
5ἁρπάζῃ — ἁρπάζω snatch away pres subj mp 2nd sg ἁρπάζω snatch away pres ind mp 2nd sg ἁρπάζω snatch away pres subj act 3rd sg …
6ἁρπάξει — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg (epic) ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd sg …
7ἁρπάξῃ — ἁρπάζω snatch away aor subj mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg …
8ἁρπάσατε — ἁρπάζω snatch away aor imperat act 2nd pl ἁ̱ρπάσατε , ἁρπάζω snatch away aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
9ἁρπάσουσι — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd pl (epic) ἁρπάζω snatch away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
10ἁρπάσουσιν — ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd pl (epic) ἁρπάζω snatch away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁρπάζω snatch away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …